***
Στο υπουργικό του
συμβούλιο έχει στοιβάξει ένα σμάρι
δισεκατομμυριούχους και πολλούς στρατιωτικούς. Tο υπουργείο Εξωτερικών αναλαμβάνει ο εκπρόσωπος της Exxon Mobil, το Υπουργείο
Οικονομικών (όπως επί Κλίντον, Μπους και Ομπάμα) το αναλαμβάνει η Goldman Sachs. H πολυεθνική Amway διευθύνει το
Υπουργείο Παιδείας· οι πετρελαϊκές εταιρίες του Τέξας διοικούν το υπουργείο
ενέργειας κ.λπ. Αυτό δεν είναι απλά μια ακροδεξιά κυβέρνηση, είναι η ποσότητα
που μετατρέπεται σε ποιότητα.
***
Ο Τραμπ
και η κρίση του φιλελευθερισμού
του Φρανκ Μπρέννερ
Είναι δελεαστικό να
πούμε ότι το 2016 σηματοδοτεί το θάνατο του φιλελευθερισμού, αλλά αυτό είναι
μάλλον ευσεβής πόθος. Αυτό που είναι νεκρό, ωστόσο, είναι η παλιά «κεντρώα»
πολιτική συναίνεση, δηλαδή η ταλάντευση του εκκρεμούς από την κεντροαριστερά
προς την κεντροδεξιά, πράγμα που έκανε τη mainstream πολιτική στη Δύση
περίπου τόσο προβλέψιμη (και σταθερή), όπως ένα παλιό εκκρεμές ρολόι. Τώρα, οι
ταλαντεύσεις είναι πολύ πιο ακραίες - ή μάλλον οι διακυμάνσεις προς τα δεξιά είναι
τέτοιες. (Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει πως ό,τι οδήγησε ως αυτό ήταν μια
σημαντική μετατόπιση προς τα δεξιά του ίδιου του «κέντρου» από την εποχή των
Ρήγκαν / Θάτσερ και μετά - αυτό που ο Τάρικ Άλι δικαίως ονόμασε το «ακραίο
κέντρο».)
Προς τα αριστερά,
όταν το εκκρεμές ταλαντεύεται πέρα από το κέντρο, πέφτει πάνω σε ένα
προφυλακτήρα: Σύριζα, Ποδέμος, Μπέρνι Σάντερς, Τζέρεμι Κόρμπιν. Φαντάζομαι θα
προστεθούν περισσότερα ονόματα τελικά σ’ αυτή τη λίστα, από την Ιταλία, τη
Γερμανία, τη Γαλλία, για παράδειγμα. Ο λόγος είναι ότι είναι ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΟ
να ταλαντευθείς προς την άκρα αριστερά, από την άκρα δεξιά. Στα δεξιά ποτέ δεν
ταλαντεύεσαι ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, άσχετα με το πόσο ακραία είναι η πολιτική
σου. Αλλά στα αριστερά, μπορείς να είσαι ακραίος, μόνο καταστρέφοντας το
σύστημα. Κάθε αριστερή ατζέντα που συμβιβάζεται με τον καπιταλισμό είναι μια
ασπίδα κατά του εξτρεμισμού, ανεξάρτητα από τη ρητορική. Ο αυτοαποκαλούμενος
«ριζοσπαστικός» Σύριζα δεν μπορεί ούτε καν να ανεχθεί να εγκαταλείψει το ευρώ,
πόσο μάλλον τον καπιταλισμό.
Αυτοί οι
προφυλακτήρες δεν είναι μόνο «κακοί» πολιτικοί. Αν και η προσωπική διαφθορά
παίζει αναμφίβολα σημαντικό ρόλο, όπως και η ύπαρξη σε σχετικά πλεονεκτική
ταξική θέση, αυτοί είναι μόνο συνεισφέροντες παράγοντες, όχι η κύρια αιτία. Η
κύρια αιτία είναι ο πραγματισμός, ο οποίος είναι, ας πούμε, ο καθορισμός της
πολιτικής ως τέχνης του εφικτού. Ο αρχηγός του Σύριζα Αλέξης Τσίπρας υπέκυψε
στον εκβιασμό της Ευρωζώνης - γιατί; «Επέλεξα τη χώρα μου πάνω από το κόμμα
μου», δήλωσε σε μια κοινότοπη απάντηση που δεν είχε νόημα, δεδομένου ότι το
μεγαλύτερο μέρος της χώρας του, είχε μόλις ψηφίσει την απόρριψη του εκβιασμού.
Ο Μπέρνι Σάντερς υπέκυψε στην Εθνική Επιτροπή των Δημοκρατών και στους Κλίντον
- γιατί; Επειδή το πιο σημαντικό καθήκον ήταν να εμποδιστεί η εκλογή του
Ντόναλντ Τραμπ - εκτός απ’ το ότι η Κλίντον αποδείχθηκε ο ιδανικός υποψήφιος
για την κούρσα του Τραμπ.
Η τέχνη του εφικτού
αποδεικνύεται ότι είναι μια συνταγή για την καταστροφή - ακριβώς επειδή τώρα
ζούμε σε μια εποχή των άκρων, και αυτό ανατρέπει τις προσδοκίες για το τι είναι
ή δεν είναι εφικτό. Το εφικτό δεν είναι απλώς μια κατηγορία συνδεδεμένη με
αντικειμενικούς παράγοντες, όπως η κατάσταση της οικονομίας, είναι επίσης
συνδεδεμένη με την κατάσταση της μαζικής συνείδησης. Είναι σχετικά εύκολο να
γνωρίζουμε τι χρειάζονται οι μάζες, είναι ένα άλλο θέμα το να ξέρουμε τι θέλουν
ή τουλάχιστον τι είναι πρόθυμες να αποδεχθούν, πιο δύσκολο ακόμα να
δημιουργήσουμε τις συνθήκες όπου αυτό που χρειάζονται γίνεται αυτό που θέλουν.
Είναι ακριβώς αυτή η «υποκειμενική πλευρά» της πολιτικής ζωής που είναι τώρα σε
αναταραχή. Σχεδόν μια δεκαετία μετά την οικονομική κατάρρευση της Wall Street, η μαζική συνείδηση
επιτέλους πλησιάζει, μπορούμε να πούμε, να γίνει τόσο ακραία, όσο η υποκείμενη
οικονομική κατάσταση. Αυτό που ήταν δυνατό για ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο
δεν είναι και τόσο πλέον, και ό,τι ήταν αδύνατο, δεν είναι πλέον.
Το να πούμε ότι η
μαζική συνείδηση είναι ακραία, δεν σημαίνει ότι είναι επαναστατική. Το μόνο που
σημαίνει είναι ότι οι μάζες είναι ανοικτές στο να αγκαλιάσουν μια ακραία αλλαγή
- η οποία θα μπορούσε να είναι επαναστατική, αλλά εξίσου θα μπορούσε να είναι
αντιδραστική. Προς το παρόν τουλάχιστον, η τελευταία αυτή δυνατότητα φαίνεται
πιο πιθανή, αλλά αυτή η έκβαση δεν είναι πιο αναπόφευκτη από μια επαναστατική.
Ο Μπρεχτ είχε δίκιο όταν αποκάλεσε το θεατρικό του έργο για τον Χίτλερ, Η πτωτική άνοδος του Αρτούρο Ούι.
Μια οικεία γραμμή
σκέψης λέει ότι η αριστερά ασχολείται με τα γεγονότα, η δεξιά με τα συναισθήματα.
Αυτό είναι λάθος. Οι μάζες που ψήφισαν τον Τραμπ ή το Brexit δεν ανταποκρίνονταν μόνο σε συναισθηματικές
εκκλήσεις (ρατσισμού, ξενοφοβίας κ.λπ.). Ανταποκρίνονταν σε πραγματικές
συνθήκες οικονομικής ανισότητας και ανασφάλειας. Οι επιλογές που προσφέρονταν
ήταν το status quo (που προσωποποιούσε η Κλίντον) ή ένα άλμα στο σκοτάδι -
και για 60 εκατομμύρια ανθρώπους, το άλμα στο σκοτάδι φάνηκε καλύτερη λύση.
Bέβαια, η επιλογή «αλλαγή» δεν έπρεπε να είναι ο Τραμπ, θα μπορούσε να είναι ο
Σάντερς. Ο εξτρεμισμός των μαζών παραμένει ανοικτός.
(Αξίζει να αναφερθεί
ένα παράδειγμα αυτής της αντίληψης ανοικτών οριζόντων. Ο ιστορικός Τζιλ Λεπόρ
ανέφερε ότι πολλοί ψηφοφόροι του Τραμπ που συνάντησε στη διάρκεια της
προεκλογικής εκστρατείας, συνέκριναν τον Τραμπ με τον Λίνκολν: τον είδαν ως
λυτρωτή. Αυτό μπορεί να πελαγώνει το μυαλό -το πελάγωμα είναι ένα
επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό των ακραίων εποχών- αλλά επίσης δεν χρειάζεται
πολλή φαντασία για να δούμε πώς το φωτοστέφανο του Μεγάλου Λυτρωτή μπορεί να
μετατραπεί γρήγορα σε κατάρα για τον Τραμπ.)
Κάτι που είπε κάποτε
η Χάνα Άρεντ, αποτελεί πρόκληση για σκέψη: «Αυτό που πείθει τις μάζες δεν είναι
τα γεγονότα, και ούτε καν τα επινοημένα γεγονότα, αλλά μόνο η συνοχή του
συστήματος του οποίου είναι προφανώς μέρος.» Θέστε το αυτό διαφορετικά, και θα
έχετε μια πειστική αφήγηση για να επηρεάσετε τη μαζική συνείδηση. Η δεξιά έχει
μια τέτοια αφήγηση: προσφέρει μια ποικιλία αποδιοπομπαίων τράγων, και επίσης
ένα κοινωνικό σχέδιο - κάντε την Αμερική μεγάλη ξανά. Η αριστερά έχει στην
καλύτερη περίπτωση μια αποσπασματική αφήγηση από τότε που η αντι-Wall Street ρητορική της συχνά
αντιγράφεται από τη λαϊκιστική δεξιά, και δεν έχει κανένα πειστικό στόχο,
δεδομένου ότι είτε δεν είναι σοσιαλιστική, ή προσποιείται ότι ο σοσιαλισμός είναι
απλώς ένας νεφελώδης όρος, συνώνυμος με καλοπροαίρετες φράσεις όπως κοινωνική
δικαιοσύνη.
Το κίνημα Occupy αποτέλεσε παράδειγμα αυτού του προβλήματος:
προσέφερε μια στατιστική -το 1 τοις εκατό- και τίποτε άλλο. Ο Σάντερς
αυτοαναγορεύτηκε ανοικτά σε σοσιαλιστή, αλλά δεν είπε τίποτα για το πώς θα
μοιάζει ο σοσιαλισμός στην Αμερική. Το κίνημα Occupy ήθελε ενότητα του 99 τοις εκατό· ο Σάντερς ήθελε ενότητα με τους
Δημοκρατικούς. Αλλά ενότητα που δεν συνδέεται με τη σαφήνεια του σκοπού, είναι
ακριβώς ο παλαιός πραγματισμός - και αυτός δεν λειτουργεί πλέον σε μια εποχή
των άκρων.
***
Ο φιλελευθερισμός
μπορεί μην να είναι νεκρός, αλλά είναι σε βαθιά κρίση. Ένα χαρακτηριστικό αυτής
της κρίσης είναι ο τρόπος που πολλοί φιλελεύθεροι και αριστεροί διανοούμενοι
και καλλιτέχνες ανταποκρίθηκαν στις εκλογές. Η συντριπτική πλειοψηφία του
στρώματος αυτού υποστήριξε την Κλίντον και σοκαρίστηκαν και πικράθηκαν με το
αποτέλεσμα. Η κατηγορία «whitelash» [μεσαία και χαμηλά
στρώματα λευκών] είναι γνωστή επωδός σε αυτούς τους κύκλους. Χωρίς αμφιβολία,
οι προσφυγές του Τραμπ στον ρατσισμό έπαιξαν ρόλο στις εκλογές, αλλά οι «whitelash» δεν εξηγούν γιατί πολλοί λευκοί εργάτες στις
πολιτείες της «σκουριασμένης ζώνης» [των αποβιομηχανισμένων πολιτειών] που είχαν ψηφίσει τον Ομπάμα δύο φορές,
τώρα ψήφισαν τον Τραμπ. Ο ζήλος της φιλελεύθερης αριστεράς να επενδύσει στους «whitelash» δείχνει ότι ενώ οι προκαταλήψεις σχετικά με τη
φυλή ή το φύλο είναι απαράδεκτες, οι προκαταλήψεις σχετικά με την τάξη -όπως τα
«λευκά σκουπίδια»- εξακολουθούν να είναι αποδεκτές. Αυτό που είναι εντυπωσιακό
σ’ αυτό είναι η απουσία κριτικής σκέψης από τους ίδιους τους ανθρώπους που
βγάζουν τα προς το ζην από τη σκέψη.
Ο Τζιλ Λεπόρ έκανε
μια σημαντική επισήμανση για τον φιλελευθερισμό σε πρόσφατη ραδιοφωνική
συνέντευξη. Ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ των
«προοδευτικών» στην εποχή μας και εκείνων της χρυσής εποχής της δεκαετίας του
1890. Τότε, όπως και τώρα, υπήρχε μια τεράστια ομάδα μη προνομιούχων που
αισθάνθηκαν να «μένουν πίσω» από σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και
πολιτιστικές αλλαγές: τότε η εμφάνιση της εκβιομηχάνισης, σήμερα η
παγκοσμιοποίηση. Αλλά υπήρχε μια μεγάλη διαφορά στην αντίδραση των
προοδευτικών: πολλοί από αυτούς αγκάλιασαν την υπόθεση των μη προνομιούχων, από
δημοσιογράφους αποκαλυπτικού ή σκανδαλοθηρικού τύπου που ξεσκέπασαν τους Ρόμπερ Μπάρον
μέχρι κινήματα κοινωνικής μεταρρύθμισης για την καταπολέμηση της φτώχειας και
της ανισότητας. Τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών ήταν ανομοιογενή, αλλά η
κοινωνική συμπάθεια των προοδευτικών ήταν εμφανώς προς την πλευρά των
αουτσάιντερ.
Αλλά αυτό δεν
πολυσυμβαίνει σήμερα. Οι «προοδευτικοί» έχουν λίγη συμπάθεια για εκείνους που
μένουν πίσω από την παγκοσμιοποίηση. Η αντίδραση των πιο φιλελεύθερων στον
αφανισμό βιομηχανίας είναι ένα σήκωμα των ώμων: αυτές οι θέσεις εργασίας
χάθηκαν κι αυτό είναι απλώς πάρα πολύ κακό. (Βλέπε για παράδειγμα τις
μετεκλογικές στήλες του Πολ Κρούγκμαν στους NY Times.) Φυσικά οι υποσχέσεις του Τραμπ για αναζωογόνηση της
ρυπογόνας /βιομηχανικής οικονομίας είναι κενή ρητορική, αλλά τουλάχιστον
αναγνώρισε ο ίδιος ότι υπάρχει πρόβλημα και φαίνεται να νοιάζεται γι’ αυτό. Οι
σύγχρονοι «προοδευτικοί» δεν ξοδεύουν τον χρόνο τους σε ανησυχίες γι’ αυτό που
συμβαίνει στις «ενδιάμεσες πολιτείες». Και σε αντίθεση με τους προκατόχους
τους, είναι πολύ γοητευμένοι με τους σημερινούς Ρόμπερ Μπάρον που κατοικούν
στην Silicon Valley. Η αγιοποίηση μιας εξαγοραζόμενης φιγούρας όπως
ο Steve Jobs, είναι
χαρακτηριστικό αυτής της νοοτροπίας.
Θα προσέθετα στο σημείο
του Λεπόρ τη διαπίστωση μιας εξίσου έντονης αντίθεσης μεταξύ των σημερινών
προοδευτικών και των δύο μεγάλων ριζοσπαστικοποιήσεων του περασμένου αιώνα, στη
δεκαετία του τριάντα και του εξήντα. Και στις δύο αυτές ριζοσπαστικοποιήσεις
υπήρχε μια βιώσιμη σοσιαλιστική αριστερά (και ένα βιώσιμο εργατικό κίνημα) που
διατηρούσαν το ζήτημα του ταξικού μετώπου. Αυτό ήταν βέβαια πολύ πιο αληθινό
στη δεκαετία του τριάντα απ’ ό,τι στη δεκαετία του εξήντα, και καθώς τα σίξτις
έδωσαν τη θέση τους σε μια πολύ μακρά Big Chill [μεταφορικά Μεγάλη Ψύχρα], η
έννοια της τάξης εξαφανίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη συνείδηση μέσα στη σύγχυση
των πολιτικών ταυτότητας. Η εξαφάνιση της ταξικής αναφοράς στον αριστερό λόγο,
συμπίπτει με την εξαφάνιση της ουτοπίας, του σοσιαλισμού ως ΤΗΝ εναλλακτική
στον καπιταλισμό. O Φιλελευθερισμός και
ακόμη και ένα μεγάλο μέρος των αριστερών, σύρθηκαν μέσα στη γραμμή TINA [There Is No Alternative] της Θάτσερ. Οι
πολιτικές ταυτότητας είναι ο τρόπος με τον οποίο οι προοδευτικοί επωφελήθηκαν
της θαλπωρής του καπιταλισμού. Και έτσι τώρα έχουμε την μεγάλη ειρωνεία η τάξη
να επιστρέφει, όχι από την αριστερά αλλά από τη λαϊκιστική δεξιά!
Θα ήθελα επίσης να
προσθέσω ότι αυτός ο μη προοδευτικός χαρακτήρας των σημερινών «προοδευτικών»
είναι εμφανής στο κολάκεμα πολλών διακεκριμένων καλλιτεχνών και διανοουμένων
επί Ομπάμα. Υπήρξε μια επίπονη προσπάθεια να αναπλαστεί ο Ομπάμα, να
παρουσιαστεί ως μια ηρωική εικόνα του φιλελευθερισμού που η πραγματικότητα της
πολιτικής του δεν έφτασε ακόμη στο σημείο που της ταιριάζει. Υπήρξε το Νόμπελ
Ειρήνης (γιατί; - για τις επιδρομές με drone και τις λίστες
εκτελέσεων;)· υπήρξε και η ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ με τον Τόνι Κούσνερ για
τον Λίνκολν ως πρόγονο του Ομπάμα· φέτος υπάρχει ακόμη και μια Χολυγουντιανή
βιογραφική ταινία για την πρώτη ημέρα του Ομπάμα, με ολόκληρη τη δραματική
επίκληση του Κατηχητικού.
Από την εκλογή, αυτό
το κολάκεμα συνεχίστηκε, με μια προστιθέμενη αίσθηση μετάνοιας. Ο Ντέιβ Έγγερς,
ένας ταλαντούχος συγγραφέας, αισθάνεται υποχρεωμένος να δηλώσει ότι με την
αποχώρηση του Ομπάμα, «οι μέρες της ευπρέπειας χάθηκαν.» Αναρωτιέμαι αν η
Τσέλσι Μάνινγκ ή ο Έντουαρντ Σνόουντεν θα συμφωνούσαν ότι τα τελευταία οκτώ
χρόνια ήταν «μέρες ευπρέπειας». Ή τι λέτε για τα 8 ή 9 εκατομμύρια οικογένειες
που έχασαν τα σπίτια τους μετά το 2008, βλέποντας τις μεγάλες τράπεζες να
διασώζονται; Η Τζέιντι Σμιθ, μια άλλη ταλαντούχα συγγραφέας, έδωσε μια ομιλία
στο Βερολίνο, μια-δυο μέρες μετά τις εκλογές των ΗΠΑ και πρόσφερε στο κοινό της
την ακόλουθη προσεκτική διατύπωση: «Όπως ο αγαπητός μου, σύντομα αποχωρών
πρόεδρος κατανοεί καλά, σε αυτόν τον κόσμο υπάρχει μόνο σταδιακή πρόοδος.» Αυτό
λέγεται χωρίς ίχνος ειρωνείας. Η αίσθηση που παίρνουμε από αυτές τις
παρατηρήσεις είναι ότι ο Ομπάμα είναι «ένας από εμάς», ένας «αξιοπρεπής» άνθρωπος
- εγγράμματος, στοχαστικός, μοντέρνος, ένας καλός άνθρωπος που προσπαθεί για το
καλύτερο που μπορεί. Διατυπώνοντάς το αυτό, γίνεται καθαρή η τρομακτική έλλειψη
κριτικής σκέψης που εκφράζει το κολάκεμα επί Ομπάμα. Γίνεται εμφανές ότι
καλλιτέχνες χάνοντας την πίστη στους στερημένους, χάνουν το ηθικό τους
κριτήριο.
***
Η κρίση του
φιλελευθερισμού είναι, επίσης, η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η νέα
κυβέρνηση Τραμπ θα είναι ριζικά διαφορετική από τις προκάτοχές της: θα είναι
μια αυταρχική κυβέρνηση, κυβερνώμενη από έναν ισχυρό άνδρα. Για τον σκοπό αυτό,
ο Τραμπ έχει στοιβάξει στο υπουργικό του συμβούλιο στρατιωτικούς και
δισεκατομμυριούχους. Υπουργός Εξωτερικών είναι τώρα η Exxon Mobil, το Υπουργείο
Οικονομικών το έχει τώρα (όπως και επί Κλίντον, Μπους και Ομπάμα) η Goldman Sachs· η Amway διευθύνει το Υπουργείο Παιδείας, οι πετρελαϊκές εταιρίες
του Τέξας διοικούν το υπουργείο ενέργειας κ.λπ. Αυτό δεν είναι απλά μια
ακροδεξιά κυβέρνηση, είναι η ποσότητα που μετατρέπεται σε ποιότητα. Όπως
υποστηρίζει ο Ιταλός ακαδημαϊκός Ούγο Ματτέϊ, ο ρόλος του δημόσιου και του
ιδιωτικού έχει αντιστραφεί. Η οικονομική βάση των ιδιωτικών κεφαλαίων έχει
αναμορφώσει το πολιτικό εποικοδόμημα κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, έτσι ώστε
πολιτική να δρα τώρα σαν μια εταιρεία, και να διοικείται από στελέχη
επιχειρήσεων. Το φιλελεύθερο δημοκρατικό ιδεώδες της κυβέρνησης ως αντίβαρο στα
εταιρικά συμφέροντα ήταν πάντα περισσότερο ψευδαίσθηση παρά πραγματικότητα,
αλλά τώρα έχει πάψει να είναι ακόμη και μια ψευδαίσθηση. Αυτό είναι το αναπόφευκτο
αποτέλεσμα του 2008. Ο καρκίνος των κοινωνικών ανισοτήτων έχει καταβροχθίσει τη
φιλελεύθερη δημοκρατία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τραμπ είναι παντοδύναμος, το
αντίθετο μάλιστα. Είναι εύκολο να προβλεφθούν πολλές και ποικίλες κρίσεις που
θα πλήξουν τη νέα διοίκηση και ενδεχομένως ακόμη και να οδηγήσουν σε
αμφισβήτηση του Τραμπ. Αλλά ό,τι και να
συμβεί προσωπικά στον Τραμπ, δεν θα υπάρξει επιστροφή στις «μέρες της
ευπρέπειας». Είτε το σύστημα θα συνεχίσει την κάθοδό του στον αυταρχισμό και
χειρότερα, ή μια νέα, κοινωνική, δημοκρατία θα αναδυθεί από τα ερείπια του
φιλελεύθερου προκατόχου της.
Mετάφραση Γιαννης Σιμ.
Επιμέλεια Θ.K.
*
* rust belt states: τμήματα των βορειοανατολικών και μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ που χαρακτηρίζονται από πτώση της βιομηχανίας, γερασμένα εργοστάσια και μείωση του πληθυσμού. Οι χαλυβδοπαραγωγικές πόλεις στην Πενσυλβάνια και στο Οχάιο, είναι στο κέντρο της.
* rust belt states: τμήματα των βορειοανατολικών και μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ που χαρακτηρίζονται από πτώση της βιομηχανίας, γερασμένα εργοστάσια και μείωση του πληθυσμού. Οι χαλυβδοπαραγωγικές πόλεις στην Πενσυλβάνια και στο Οχάιο, είναι στο κέντρο της.
*
** Robber Baron: ένας αδίστακτος πλουτοκράτης, ειδικότερα ένας Αμερικανός καπιταλιστής που απέκτησε περιουσία στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα με αδίστακτο τρόπο. [Σ.τ.Μ.]https://en.wikipedia.org/wiki/Robber_baron_(industrialist)
** Robber Baron: ένας αδίστακτος πλουτοκράτης, ειδικότερα ένας Αμερικανός καπιταλιστής που απέκτησε περιουσία στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα με αδίστακτο τρόπο. [Σ.τ.Μ.]https://en.wikipedia.org/wiki/Robber_baron_(industrialist)
No comments:
Post a Comment