Η Διαλεκτική της Επαναστατικής Στρατηγικής και Τακτικής

Alex Steiner

[Oμιλία του Άλεξ Στάινερ στο Café-bar-Bιβλιοπωλείο Locomotiva, στις 9 Ioυλίου 2015, αμέσως μετά το δημοψήφισμα της 5ης Iουλίου. O Άλεξ Στάινερ είναι αμερικανός μαρξιστής και διατηρεί το διαδικτυακό Blog http://permanent-revolution.org]

Το θέμα της ομιλίας μου είναι η Διαλεκτική της Επαναστατικής Στρατηγικής και Τακτικής. Με την
Ελλάδα να βρίσκεται τώρα σε προεπαναστατική κατάσταση, το αντικείμενο δεν θα μπορούσε να είναι πιο σχετικό. Όταν μιλώ για διαλεκτική της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής θέλω πρωτίστως να εξετάσω τη διαλεκτική. Δεν θεωρώ ως δεδομένο ότι όλοι γνωρίζουν τι εννοούν οι Μαρξιστές όταν χρησιμοποιούν τον όρο διαλεκτική. Ο όρος όπως γνωρίζετε προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη διαλεκτική. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη φιλοσοφία από τον Πλάτωνα, ο οποίος τη χρησιμοποιούσε για να περιγράψει τη Σωκρατική μέθοδο. Η Σωκρατική μέθοδος συνίστατο στην προσέγγιση της αλήθειας μέσω επιχειρημάτων στα οποία παρουσιάζονταν διαφορετικές γνώμες. Επομένως η αρχαία διαλεκτική του Σωκράτη και του Πλάτωνα ήταν μία διαλεκτική επιχειρημάτων. Αν κάνουμε ένα άλμα στη μοντέρνα διαλεκτική, φτάνουμε στον Hegel. Και η μεγάλη διορατικότητα του Hegel ήταν να δει ότι η διαλεκτική δεν ήταν μόνο μέθοδος επιχειρηματολογίας, αλλά επίσης η ίδια η λογική του πραγματικού κόσμου. Η αέναη κίνηση που βλέπουμε στα επιχειρήματα της αρχαίας διαλεκτικής είναι το καθρέφτισμα της αέναης κίνησης της ίδιας της πραγματικότητας.

Ο πρώτος φιλόσοφος που όρισε την πραγματικότητα ως αποτελούμενη από αέναη κίνηση και μεταβολή, ήταν ο προσωκρατικός Ηράκλειτος, και έτσι τον κατανόησε ο Hegel. Υπήρξε ο πρώτος που διατύπωσε αυτό που σήμερα αποκαλούμε Φιλοσοφία του Γίγνεσθαι. Στην ιστορία της φιλοσοφίας το πρόσωπο που πρώτο διατύπωσε την αντίθετη θέση, ότι η πραγματικότητα συνίσταται από αυτό που είναι Αιώνιο και Αναλλοίωτο, είναι ο Παρμενίδης. Είπε ότι μόνο αυτό που είναι αναλλοίωτο είναι πραγματικό και η εμπειρία που έχουμε της κίνησης και της μεταβολής είναι μία ψευδαίσθηση. Αυτή είναι η Φιλοσοφία του Είναι. Αν ο Ηράκλειτος είναι κατά κάποιο τρόπο ο πατέρας της μοντέρνας διαλεκτικής, ο Παρμενίδης πρέπει να θεωρηθεί ως ο πατέρας του αντίθετού της. Ας ονομάσουμε αυτή την αντι-θέση στη διαλεκτική, φορμαλισμό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι μία διαλεκτική κατανόηση της πραγματικότητας απαιτεί όχι μόνο τον Ηράκλειτο αλλά και τον αντίθετό του, τον Παρμενίδη. Ή για να το θέσω αλλιώς, κάθε θεώρηση της μεταβολής και της κίνησης πρέπει να ενσωματώνει αυτό που παραμένει ίδιο μέσα στο χρόνο. Χρειάζεται να ενσωματώνεις το Είναι στο Γίγνεσθαι. Τι θα συμβεί αν έχεις Γίγνεσθαι χωρίς Είναι; Έχεις Χάος. Ό,τι έχεις με τον ανορθολογισμό και τον μεταμοντερνισμό. Από την άλλη το Είναι χωρίς το Γίγνεσθαι οδηγεί σ’ έναν κόσμο Αιώνιας Αμετάβλητης πραγματικότητας. Αυτός είναι ο κόσμος των πλατωνικών μορφών, του χριστιανισμού και άλλων θεωριών που αρνούνται ή υποτιμούν την αέναη κίνηση του κόσμου. Είναι επίσης ο κόσμος του σεχταρισμού – ένα σημείο το οποίο θα αναπτύξω αργότερα.

Ας κοιτάξουμε λίγο περισσότερο το πώς είναι αναγκαίο να συνδέσουμε το Γίγνεσθαι με το Είναι ώστε να καταλάβετε τι εννοώ.
Ένα από τα γνωστότερα επιγράμματα του Ηράκλειτου είναι αυτό : ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ (δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι). Αν αναλύσουμε αυτή τη δήλωση θα δούμε κάτι πολύ ενδιαφέρον: πρώτον, γιατί δεν μπορούμε να μπούμε στο ίδιο ποτάμι δύο φορές; Απλά γιατί κάθε φορά που μπαίνουμε στο ποτάμι, το ρεύμα του νερού που παφλάζει γύρω μας είναι διαφορετικό. Επομένως δεν είναι το ίδιο. Προκειμένου όμως να διαφοροποιήσουμε το ποτάμι στο οποίο μπαίνουμε σήμερα από το ποτάμι στο οποίο μπήκαμε χθες, λέμε ότι δεν είναι το ίδιο ποτάμι. Τι σημαίνει όταν λέμε «το ίδιο ποτάμι»; Εδώ αρχίζουμε να βλέπουμε ότι υπάρχει μία αναγκαία διασύνδεση στη σκέψη μας ανάμεσα σ’ αυτό που βλέπουμε ως μεταβαλλόμενο και σ’ αυτό που βλέπουμε ως αναλλοίωτο. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε ένα ποτάμι του οποίου τα ρεύματα μεταβάλλονται διαρκώς χωρίς προηγουμένως να το έχουμε θεωρήσει ως ένα ποτάμι. Στη διαλεκτική θεωρία, όπως αναπτύχθηκε από τον Hegel, αυτό ονομάζεται Ταυτότητα της Ταυτότητας και της Μη Ταυτότητας (Διαφοράς). Κατά κανόνα, αν δεν στοχαζόμαστε πάνω στα πράγματα, αλλά στηριζόμαστε στην κοινή λογική, πιστεύουμε ότι υπάρχουν πράγματα που μεταβάλλονται και πράγματα που παραμένουν αναλλοίωτα. Το ρεύμα του ποταμού αλλάζει, αλλά ο ποταμός παραμένει ο ίδιος. Δεν μας περνάει απ’ το μυαλό ότι πρέπει να ενώσουμε τις δύο σκέψεις σε μία. Αυτό σημαίνει ότι οι κατηγορίες της κοινής λογικής, αυτές οι έννοιες με τις οποίες προσπαθούμε να καταλάβουμε τον κόσμο γύρω μας, ενώ ως επί το πλείστον μας αρκούν, ενδέχεται να είναι ανεπαρκείς όταν τις εξετάζουμε σε ένα βαθύτερο επίπεδο.

Υπάρχουν φυσικά πολύ περισσότερα στο να σκεφτόμαστε διαλεκτικά από το να εννοούμε απλά ότι Ταυτότητα είναι η Ταυτότητα της Ταυτότητας και της Μη Ταυτότητας. Για παράδειγμα υπάρχει η σχέση των μερών προς το όλον. Στη συνήθη κοινή λογική νομίζουμε ότι μπορούμε να κατανοήσουμε το μέρος άσχετα από το όλον και ότι το όλον είναι απλώς μία συσσώρευση των μερών. Στη Διαλεκτική σκέψη καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει μία σχέση προς το όλον εγγενής σε κάθε μέρος. Ας πάρουμε στην προκειμένη περίπτωση ως παράδειγμα το Έθνος. Είναι ένα όλον, αν και ομολογουμένως είναι μέρος ενός ευρύτερου όλου, της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς σχεδόν δεν υφίσταται σήμερα κάτι σαν Έθνος-που-δεν-εξαρτάται-από-σχέσεις-με-άλλα-Έθνη. Επομένως δεν μπορούμε να εννοήσουμε το Έθνος χωρίς να το θεωρήσουμε ως ένα μέρος κάποιου ευρύτερου όλου.
Κατά τον ίδιο τρόπο θέλουμε να εξετάσουμε τα μέρη στο εσωτερικό του ίδιου του Έθνους. Στο εσωτερικό του Έθνους υπάρχουν τάξεις που συνδέονται η μία με την άλλη μέσω του ρόλου τους στην παραγωγική διαδικασία. Έχουμε εκείνη την τάξη στο εσωτερικό του Έθνους που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και έχουμε την άλλη τάξη που είναι οι εκμεταλλευτές. Αυτή η σχέση είναι χαρακτηριστικό αυτής της ίδιας της ταξικής κοινωνίας. Μέσα στη συγκεκριμένη μορφή της ταξικής κοινωνίας, που είναι γνωστή ως κεφαλαιοκρατία, ο μηχανισμός της εκμετάλλευσης συνίσταται στην εξαγωγή από τον κεφαλαιοκράτη της υπεραξίας μετά την πώληση από τον εργάτη της εργατικής του δύναμης έναντι της αξίας της. Πρόκειται κατά μία τυπική, συμβατική έννοια για μία επί ίσοις όροις ανταλλαγή, αλλά την ίδια στιγμή και για μία μορφή υποδούλωσης. Στη σημερινή παγκόσμια οικονομία οι κεφαλαιοκράτες δένονται με χιλιάδες νήματα με άλλα έθνη, σε πολλές περιπτώσεις οι κεφαλαιοκράτες είναι στην ουσία πολυεθνικές εταιρίες που δεν υπόκεινται σε κανένα έθνος. Επιπλέον, την ίδια στιγμή που κάθε εθνική οικονομία εξαρτάται από άλλα έθνη, αυτή η εξάρτηση μπορεί να είναι τόσο ένα ζήτημα συνεργασίας όσο και ένα ζήτημα ανταγωνισμού. Οι ανταγωνισμοί δε, μπορούν κάποτε να μετατραπούν σε συγκρούσεις και πολέμους. Έτσι, αυτό το όλον του Έθνους υποκρύπτει πολλές εσωτερικές αντιφάσεις, που όλες σκεπάζονται από το μύθο της Εθνικής Ενότητας. Δεν μπορούμε δε να κάνουμε κατανοητό αυτόν τον μύθο χωρίς να εξετάσουμε την έννοια του Έθνους διαλεκτικά και χωρίς να αποκρυπτογραφήσουμε τις πραγματικές βαθύτερες σχέσεις των όλων προς τα μέρη.

Υπάρχει εξάλλου στη διαλεκτική σκέψη η έννοια των αλμάτων στην εξέλιξη. Η μεταβολή δεν αποτελείται απλά από τη συσσώρευση ολοένα και μεγαλύτερων ποσοτήτων κάποιου πράγματος, αλλά καταλαβαίνουμε ότι σε ένα συγκεκριμένο σημείο η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα. Λόγου χάριν, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν σχέδια οι εταιρίες, και τα έθνη ακόμη, δανείζονται χρήματα. Επωμίζονται ένα χρέος με την υπόθεση ότι τα σχέδια που χρηματοδοτούν θα ενισχύσουν το εισόδημά τους με τρόπο ώστε να μπορούν να εξοφλήσουν τα δάνειά τους. Αυτός είναι ένας συνήθης τρόπος για το στήσιμο επιχειρήσεων. Τι γίνεται όμως αν το χρέος δεν ενισχύσει το εισόδημά τους, αλλά αντίθετα η εξυπηρέτηση του χρέους αφαιμάσσει την εθνική οικονομία; Τότε παίρνουμε περισσότερα δάνεια, αυτή τη φορά για να εξυπηρετήσουμε το ίδιο το χρέος που έχουμε συσσωρεύσει. Αυτή η διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί για λίγο, μέχρι το βάρος της πληρωμής τόκων πάνω στο δάνειο να φτάσει σε ένα σημείο όπου δεν είναι πια βιώσιμο. Στο σημείο αυτό οι θεσμοί κάνουν την εμφάνισή τους και επιμένουν ότι η προϋπόθεση για περαιτέρω δάνεια είναι να γίνουν δομικές μεταρρυθμίσεις ώστε λιγότερα από τον εθνικό προϋπολογισμό να προορίζονται για την εξυπηρέτηση των αναγκών του πληθυσμού και περισσότερα να προορίζονται για την εξυπηρέτηση της πληρωμής των τόκων πάνω στο χρέος. Αυτό αποκαλείται λιτότητα. Με την είσοδο μάλιστα στη λιτότητα το χρέος μετατρέπεται από μέσο χρηματοδότησης νέων σχεδίων σε μία μορφή δουλείας. Με αυτόν τον τρόπο η βαθμιαία συσσώρευση χρέους μετασχηματίζει την ίδια τη φύση αυτού ακριβώς του χρέους. Η ποσότητα μετασχηματίζεται σε ποιότητα.

Υπάρχουν βεβαίως πολλά άλλα παραδείγματα.
Όπως είπαμε η μοντέρνα κατανόηση της διαλεκτικής ως τρόπου σκέψης που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, αναπτύχθηκε εξαντλητικά πρώτα-πρώτα από τον Hegel, αν και, όπως επισήμανα, υπήρξαν γι’ αυτόν οι πρόδρομοι της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Τώρα ας πούμε κάτι για τη μαρξιστική διαλεκτική. Στο σημείο αυτό θα πω μόνο ότι ακόμη κι αν θεωρούμε τον Hegel ιδεαλιστή και τον Marx υλιστή, η διαλεκτική του Marx είναι η διαλεκτική του Hegel αν και ίσως απογυμνωμένη από τη μυστικιστική μορφή με την οποία ο Hegel πολλές φορές την παρουσίαζε. Πολλά από τα ζητήματα τα οποία έχω πραγματευτεί τα έχει συνοψίσει πολύ ωραία ο Trotsky στο μικρό φυλλάδιο που συστήνω, Το Άλφα Bήτα της Yλιστικής Διαλεκτικής[1]. Αν έπρεπε να συνοψίσω όλο αυτό σε μία φράση, θα έλεγα ότι η διαλεκτική είναι η σκέψη που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αν πρέπει να κατανοήσουμε τον κόσμο ως αέναη κίνηση και μεταβολή. Η συνήθης σκέψη της κοινής λογικής είναι ανεπαρκής όταν δεν αντιμετωπίζουμε παρά τα πιο απλά φαινόμενα του πραγματικού κόσμου. Εδώ τελειώνει η σύντομη εισαγωγή μου στη διαλεκτική. 

Αν ό,τι έχω πει μέχρι τώρα για τη διαλεκτική έχει κάποια εγκυρότητα, πράγμα απαραίτητο για να καταλάβουμε το πολύπλοκο φαινόμενο της κίνησης και της μεταβολής, τότε θα πρέπει να γίνει φανερό γιατί η διαλεκτική πρέπει να είναι σημαντική για τους επαναστάτες. Γιατί ό,τι χαρακτηρίζει τις επαναστάσεις και τα γεγονότα που οδηγούν σ’ αυτές, είναι ακριβώς οι γοργές αλλαγές που συμβαίνουν στην πολιτική σφαίρα και στην ψυχολογία των μαζών. Κανείς δεν το έχει διατυπώσει αυτό καλύτερα από τον Τρότσκι στην Ιστορία του της Ρωσικής Επανάστασης όπου γράφει :
«Σε μία επαναστατημένη κοινωνία οι τάξεις βρίσκονται σε διαπάλη. Είναι ωστόσο ολοφάνερο, ότι οι μεταβολές που παρουσιάζονται ανάμεσα στην αρχή και το τέλος μιας επανάστασης, στις οικονομικές βάσεις της κοινωνίας και στο κοινωνικό υπόστρωμα των τάξεων, δεν αρκούν καθόλου για να εξηγήσουν τη διαδρομή αυτής της ίδιας της επανάστασης, που είναι ικανή να ανατρέψει σε σύντομο χρονικό διάστημα προαιώνιους θεσμούς, να δημιουργήσει καινούργιους και να τους ανατρέψει και πάλι. Η δυναμική των επαναστατικών γεγονότων καθορίζεται άμεσα από γοργές μεταλλαγές, έντονες και παθητικές, στην ψυχολογία των τάξεων που έχουν συγκροτηθεί πριν από την επανάσταση

Στο ίδιο απόσπασμα του κειμένου ο Τρότσκι δείχνει ακόμη την αντιφατική προέλευση αυτών των «γοργών μεταλλαγών, έντονων και παθητικών, στην ψυχολογία των τάξεων».
«Κατά συνέπεια, οι γοργές μεταβολές στη γνώμη και στο θυμικό των μαζών, σε καιρό επανάστασης δεν προέρχονται από την ευλυγισία και την ευκινησία της ανθρώπινης ψυχής, αλλά το ακριβώς αντίθετο, από τον βαθύ συντηρητισμό της. Η χρόνια καθυστέρηση ιδεών και κοινωνικών σχέσεων απέναντι στις καινούργιες αντικειμενικές συνθήκες, ως τη στιγμή που οι τελευταίες σωριάζονται πάνω στους ανθρώπους σαν σε κατακλυσμό, είναι αυτό που δημιουργεί σε καιρό επανάστασης αυτό το στροβιλισμό ιδεών και των παθών, που φαίνεται στην αντίληψη της ευταξίας σαν αποτέλεσμα αποκλειστικά των ενεργειών ‘‘δημαγωγών’’.»[2]

Νομίζω πως μέσα από αυτές τις παρατηρήσεις μπορούμε να δούμε πόσο πολύπλοκο θέμα είναι η χάραξη μιας πορείας σε επαναστατική ή προ-επαναστατική περίοδο. Ο ρυθμός των γεγονότων επιταχύνεται και το βάρος κάθε απόφασης αποκτά τεράστιο μέγεθος. Μεγαλώνει αφάνταστα η ευθύνη του ορθού στρατηγικού σχεδιασμού και της εφαρμογής του μέσα από μια σειρά βημάτων τακτικής. Εγγυήσεις αλάθητου δεν υπάρχουν ούτε για το διαλεκτικό διανοούμενο. Αλλά αυτό που σημαδεύει τον ηγέτη της επανάστασης που ασκήθηκε στη διαλεκτική σκέψη είναι η ικανότητά του/της να μαθαίνει γρήγορα από μία λαθεμένη εκτίμηση των γεγονότων και να επανακαθορίζει την πορεία του.

Ας το εξετάσουμε αυτό με κάποια παραδείγματα που δείχνουν πώς οι μεγαλύτεροι επαναστάτες του τελευταίου αιώνα, οι Λένιν και Τρότσκι, ήταν σε θέση να κατευθύνουν τα πρακτικά ζητήματα του επαναστατικού κινήματος γιατί είχαν κατακτήσει στον ψηλότερο βαθμό την τέχνη της διαλεκτικής σκέψης και μαζί με μια προσεκτική μελέτη των ιστορικών δυνάμεων που συνεργούσαν, πήραν τις σωστές αποφάσεις τη σωστή στιγμή. Σήμερα είναι γνωστό ότι και ο Λένιν και ο Τρότσκι αφιέρωσαν πολύ χρόνο στην καθαρά θεωρητική πλευρά του ζητήματος. Ο Λένιν, ας πούμε, ενώ συνέβαιναν τα γεγονότα που συγκλόνιζαν τον κόσμο κατά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εκδηλωνόταν η προδοτική στάση της Σοσιαλδημοκρατίας, άφησε κατά μέρος τις πρακτικές ασχολίες του για να ξοδέψει χρόνο στη βιβλιοθήκη της Ζυρίχης, στην οποία βρισκόταν εξορισμένος, ώστε να μελετήσει εμπεριστατωμένα τη Λογική του Hegel. Πολλά χρόνια αργότερα, οι σημειώσεις που έγραψε στο τετράδιό του κατά τη μελέτη της Λογικής δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του που ονομάστηκε Φιλοσοφικά Τετράδια.

Παρόλο που τα δικά του δεν είναι τόσο γνωστά όσο τα Φιλοσοφικά Τετράδια του Λένιν, ο Τρότσκι επίσης αφιέρωσε χρόνο σε μία κρίσιμη περίοδο της ζωής του, όταν ήταν εξόριστος και προσπαθούσε να συγκροτήσει την Αριστερή Αντιπολίτευση ενάντια στη δολοφονική σταλινική γραφειοκρατία, για να μελετήσει τη Λογική του Hegel και άλλα κείμενα ώστε να εμβαθύνει στην κατανόηση της διαλεκτικής. Στα Φιλοσοφικά Τετράδια του Τρότσκι μπορεί κανείς να βρει κάμποσα διαμάντια, χωρία όπου συσχετίζει τη διαλεκτική με την πολιτική στο πλαίσιο της επανάστασης. Και αργότερα, όταν έδινε την ύστατη μάχη πριν από το θάνατό του, όταν αγωνιζόταν απέναντι στην αμφισβήτηση του προγράμματος της Τέταρτης Διεθνούς από μία φράξια στο εσωτερικό του Αμερικανικού Εργατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος υπό την καθοδήγηση των James Burnham και Max Shachtman, ο Τρότσκι άρχισε τον αντίλογο στις θέσεις της αντιπολίτευσης μ’ ένα μάθημα στη διαλεκτική. Αυτό είναι το κομμάτι που τιτλοφορείται Το Άλφα Bήτα της Διαλεκτικής και που πρότεινα ως εισαγωγή σ’ αυτήν τη συζήτηση.

Θα ήθελα τώρα να επιστρέψω σε μερικά παραδείγματα χρήσης της διαλεκτικής σε επαναστατικές συνθήκες από τους Λένιν και Τρότσκι. Τα παραδείγματα, πάντως, δεν βρίσκονται τόσο εύκολα. Μπορεί βέβαια κάποιος να διατρέξει τα άπαντα των Λένιν και Τρότσκι ψάχνοντας για παραδείγματα στα οποία αυτοί οι δύο έκαναν ρητή αναφορά στη διαλεκτική στη μία ή την άλλη περίσταση. Ο Λένιν, ας πούμε, είπε στο δημόσιο διάλογο για τις πολιτικές στα συνδικάτα της Σοβιετικής Ένωσης, ότι ο Μπουχάριν ουσιαστικά δεν είχε κατανοήσει ποτέ τη διαλεκτική. Ότι υποκατέστησε τη διαλεκτική με τον εκλεκτικισμό. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε από τους σταλινικούς για να δυσφημιστεί ο Μπουχάριν, αλλά δεν είναι παρά το γενικό περίγραμμα μιας ιδέας. Είναι πολύ πιθανό διατρέχοντας κανείς τα άπαντα να βρει κάμποσα παραθέματα σαν κι αυτό, όπως έκαναν οι περισσότεροι συγγραφείς που έγραψαν για το θέμα της χρήσης της διαλεκτικής από τους Λένιν και Τρότσκι. Αλλά οι ρητές αναφορές τους στη διαλεκτική στα πολιτικά γραπτά τους είναι ευάριθμες, σποραδικές και συχνά αρκετά σύντομες για να μας δώσουν μια καλή ιδέα. Νομίζω μια καλύτερη προσέγγιση είναι να βρούμε στα γραπτά τους παραδείγματα χρήσης της διαλεκτικής σκέψης κατά την ανάλυση μιας κατάστασης. Αυτό μπορεί να μας δώσει μια καλύτερη ιδέα για το πώς χρησιμοποιούσαν τη διαλεκτική στην οργάνωση και την καθοδήγηση της Ρώσικης Επανάστασης. Κανείς, εντούτοις, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει προσπαθήσει να συγκεντρώσει σε ένα εγχειρίδιο τέτοια παραδείγματα μαζί με την ερμηνεία του καθενός. Άρα πρέπει να το κάνουμε εμείς. Προσπάθησα εγώ να βρω μερικά που θέλω να τα συζητήσουμε.

Το πρώτο παράδειγμα είναι από τον Λένιν. Έγραφε στα 1908, σε μια περίοδο μετά την ήττα της επανάστασης του 1905. Ένα από τα πράγματα που οι επαναστάτες προσπαθούσαν τότε να καταλάβουν ήταν αν η εργατική τάξη ήταν έτοιμη για νέα επίθεση μετά την ήττα ή εξακολουθούσε να είναι γι’ αυτήν μια περίοδος αναδίπλωσης. Ο Λένιν έγραφε,

«Μερικοί λένε ότι οι επιθετικοί οικονομικοί αγώνες των εργατών είναι το ίδιο αδύνατοι όπως και πριν και συνεπώς μία επαναστατική ανάκαμψη είναι αδύνατη στο κοντινό μέλλον. Άλλοι λένε ότι η αδυναμία του οικονομικού αγώνα οδηγεί σε στροφή προς τον πολιτικό αγώνα και συνεπώς η επαναστατική ανάκαμψη είναι αναπόφευκτη στο κοντινό μέλλον.»

Νομίζουμε ότι και τα δύο επιχειρήματα έχουν στα θεμέλιά τους το ίδιο σφάλμα, που βρίσκεται στην απλούστευση ενός πολύπλοκου ζητήματος. Αναμφίβολα η σχολαστική μελέτη της βιομηχανικής κρίσης είναι πολύ σημαντική. Αλλά ισχύει επίσης πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι κανένα δεδομένο σχετικά με την κρίση, ακόμη κι αν είναι πολύ ακριβές, δεν μπορεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο η άνοδος του επαναστατικού ρεύματος είναι κοντά ή όχι: γιατί μια τέτοια άνοδος εξαρτάται από χιλιάδες επιπρόσθετους παράγοντες που είναι αδύνατο να υπολογιστούν προκαταβολικά. Αναμφισβήτητα χωρίς το γενικό πλαίσιο μιας αγροτικής κρίσης στην επαρχία και μιας ύφεσης στη βιομηχανία είναι αδύνατο να συμβούν βαθιές πολιτικές κρίσεις. Αλλά η ύπαρξη ενός γενικού πλαισίου δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε αν η ύφεση σε γενικές γραμμές θα επιβραδύνει προσωρινά τους μαζικούς εργατικούς αγώνες ή αν σε ένα ορισμένο στάδιο των γεγονότων η ίδια ύφεση δεν θα ωθήσει καινούργιες μάζες και φρέσκες δυνάμεις στον πολιτικό αγώνα. Για να απαντήσουμε σε μια τέτοια ερώτηση, μόνο ένας τρόπος υπάρχει: να ψηλαφήσουμε προσεκτικά το σφυγμό ολόκληρης της πολιτικής ζωής στην επαρχία και ειδικά την κατάσταση της κίνησης και του θυμικού της μάζας στο προλεταριάτο.»[3]

Αυτό που κάνει εδώ ο Λένιν είναι να προσπαθεί να ορίσει το στρατηγικό προσανατολισμό της επαναστατικής κίνησης. Και για να το κάνει είναι απαραίτητο να ορίσει πρώτα το αν έχουμε να κάνουμε με ένα ανοδικό ρεύμα της ταξικής πάλης ή μια περίοδο αναδίπλωσης και αμυντικών κινήσεων. Αλλά πρέπει να προσδιορίσουμε και το ρυθμό. Οι εξελίξεις φαίνονται να προχωράνε πολύ γρήγορα ή έχουμε να κάνουμε με μια περίοδο σταδιακών αλλαγών ή ίσως ακόμη σχετικής τελμάτωσης; Θέλουμε ακόμη, όσο είναι δυνατόν, να προβλέψουμε τις μορφές που θα πάρει κατά τα φαινόμενα η ταξική πάλη στην επόμενη φάση. Και θέλουμε να αγρυπνούμε για τη στιγμή που οι βαθμιαίες αλλαγές θα οδηγήσουν ξαφνικά σε ένα ποιοτικό άλμα. Μπαίνουμε στη φάση που τα Σοβιέτ είναι προ των πυλών ή ετοιμαζόμαστε για μια περίοδο όπου το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παλεύουμε ενάντια σε μια καταπιεστική νομοθεσία ή να προετοιμαζόμαστε για απεργίες στους εργοδότες που θέλουν να κάνουν περικοπές;

Για να φτάσουμε σε μια σωστή απάντηση σε οποιαδήποτε από αυτές τις ερωτήσεις είναι απαραίτητο να σκεφτούμε διαλεκτικά. Για παράδειγμα, πώς καταλαβαίνουμε, αν δούμε μια εργατική κινητοποίηση, όπως απεργία, ότι σημαίνει το ανοδικό ρεύμα της ταξικής πάλης ή μια υποχώρηση από προηγούμενες κατακτήσεις; Αν δούμε το μεμονωμένο γεγονός χωριστά από οτιδήποτε άλλο, δεν υπάρχει περίπτωση να καταλάβουμε. Και για τον μη διαλεκτικό διανοούμενο, δηλαδή για τον εμπειριστή, δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Δεν είναι παρά μια απεργία και τίποτε περισσότερο και δεν έχει καμιά άλλη σημασία. Είναι σαν ένα βράδυ να κοιτάζεις το μισοφέγγαρο και να θες να καταλάβεις αν είναι στη γέμιση ή στη χάση. Αδύνατον να αποφασίσεις βλέποντάς το αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή. Είσαι υποχρεωμένος να έχεις παρακολουθήσει την εξέλιξή του μέσα στο χρόνο. Με άλλα λόγια δεν μπορείς να καταλάβεις τη σημασία αυτού του μέρους χωρίς να δεις τη σχέση του προς το όλον. 

Βέβαια η ερώτηση που απασχολεί τον Λένιν είναι πολυπλοκότερη κατά πολύ σε σχέση με το αν το μισοφέγγαρο πηγαίνει προς τη νέα σελήνη ή την πανσέληνο. Για να απαντήσουμε στην ερώτηση αυτή δεν έχουμε παρά να γνωρίζουμε πώς φαινόταν η σελήνη χθες σε σύγκριση με το πώς φαίνεται απόψε. Μα η κατεύθυνση της ταξικής πάλης ορίζεται, όπως λέει ο Λένιν, από «χιλιάδες επιπρόσθετους παράγοντες που είναι αδύνατον να υπολογιστούν προκαταβολικά».  Κατανοούμε, ως οπαδοί του ιστορικού υλισμού, ότι οι οικονομικές σχέσεις μάς προσφέρουν τη βάση της ταξικής πάλης. Αλλά γνωρίζουμε επίσης ότι πάνω σ’ αυτές τις βάσεις κάνουν την εμφάνισή τους πολιτικές σχέσεις, οι οποίες μέσα σε κάποια όρια είναι σχετικά αυτόνομες κι έχουν τους δικούς του νόμους κίνησης. Τελικά, γνωρίζουμε ότι πάνω σ’ αυτές τις πολιτικές σχέσεις στο εσωτερικό της κοινωνίας, ορθώνεται η συνείδηση των μαζών - αυτό που ο Λένιν αποκάλεσε «θυμικό των μαζών». Όταν τώρα μιλάμε για τη σχέση του όλου προς τα μέρη είναι σημαντικό να θυμόμαστε ποιο είναι το εννοιολογικό πλαίσιο - δηλαδή ποιο είναι το υπό εξέταση όλον. Γιατί αυτό που βλέπουμε στη φύση, την κοινωνία και τη σκέψη δεν είναι απλά ένα όλον, αλλά ένα όλον που ενδέχεται να περικλείει μέσα του ένα άλλο όλον και το καθένα να έχει τη δική του λογική στην κίνηση και την αλλαγή.

Έτσι το μεγαλύτερο όλον στην ταξική κοινωνία είναι πάντοτε ένα οικονομικό οικοδόμημα. Αλλά οι πολιτικές σχέσεις που συνάπτονται πάνω σ’ αυτό το οικονομικό οικοδόμημα μπορούν να ιδωθούν ως όλον αυτόνομο και με τη δική του δυναμική. Αυτό το δευτερεύον όλον δεν είναι φυσικά ολότελα ξεκομμένο από το ευρύτερο όλον του οποίου το ίδιο είναι μέρος, ούτε και καθορίζεται άμεσα από αυτό, αν και, όπως λέμε εμείς οι Μαρξιστές, καθορίζεται από αυτό «σε τελευταία ανάλυση». Τέλος, το θυμικό των μαζών που διαμορφώνεται στη βάση αυτών των πολιτικών σχέσεων μπορεί κι αυτό να ιδωθεί ως ένα άλλο όλον με τη δική του δυναμική, και που κάποτε ονομάζεται ψυχολογία των μαζών. Αλλά αυτό που ξεχωρίζει την επαναστατική κατάσταση από την «κανονική» κατάσταση των πραγμάτων είναι ότι στην πρώτη μπορεί η διαμόρφωση να έχει αντίθετη φορά. Δηλαδή η ψυχολογία των μαζών να επηρεάσει αποφασιστικά τις πολιτικές σχέσεις και αυτές με τη σειρά τους να ξηλώσουν τα οικονομικά θεμέλια της κοινωνίας. Ο Λένιν κάτι τέτοιο ήθελε να πει όταν αποκαλούσε την πολιτική «συμπυκνωμένη οικονομία».

Νομίζω ότι όλες αυτές οι σκέψεις εμπεριέχονται σ’ αυτό που λέει ο Λένιν στο παραπάνω απόσπασμα. Πιστεύω ότι αυτό σας δίνει μια καλή ιδέα του πόσο απαιτητική μπορεί να είναι η διαλεκτική προσέγγιση των ζητημάτων επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Κι αυτό είναι το κατάλληλο σημείο να αντιπαραθέσουμε τη διαλεκτική προσέγγιση σ’ αυτήν που χρησιμοποιείται από τους σεχταριστές και τους οπορτουνιστές. Ας δούμε πρώτα τον σεχταριστή.

Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε στη σεχταριστική προσέγγιση είναι ότι απέναντι στη δική μας προσέγγιση έχει το πλεονέκτημα να είναι πολύ απλούστερη. Ολόκληρο το δίκτυο των σύνθετων σχέσεων μεταξύ οικονομίας, πολιτικής και ψυχολογίας της μάζας αφήνει ολότελα αδιάφορο το σεχταριστή. Πραγματικά δεν έχει κανένα λόγο να προσδιορίσει είτε την κατεύθυνση είτε το ρυθμό της ταξικής πάλης γιατί έχει ήδη το δικό του στρατηγικό προσανατολισμό. Και είναι πάντοτε ο ίδιος. Φιλοσοφικά ο σεχταριστής είναι ένας Πλατωνιστής και υπάρχει γι’ αυτόν μόνο μια αναλλοίωτη Αλήθεια την οποία δεν κουράζεται ποτέ να επαναλαμβάνει. Όπως ένα σταματημένο ρολόι μπορεί κάποιες φορές να έχει δίκιο, αλλά αυτές είναι δυο φορές μέσα στη μέρα. Για όλο τον υπόλοιπο χρόνο υπάρχει μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στις προσδοκίες του σεχταριστή και την πραγματική εξέλιξη της ταξικής πάλης. Κι όταν ο σεχταριστής βλέπει ότι οι μάζες δεν κινούνται στη ρότα που εκείνος πιστεύει ότι θα έπρεπε ν’ ακολουθούν, οργίζεται μ’ αυτές και τις καταγγέλλει λέγοντας ότι εξαπατήθηκαν από «ψευτο-αριστερούς». Όλα τα ζητήματα είναι, όπως είπαμε, υπερβολικά απλουστευμένα για το σεχταριστή. Όπως έγραφε ο Τρότσκι, ο σεχταριστής αναγνωρίζει μόνο δύο χρώματα, αυτό της επανάστασης και αυτό της αντεπανάστασης. Δεν υπάρχει τίποτε ανάμεσα και δεν υπάρχουν αντιφάσεις στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εκφραστεί η επαναστατική συνείδηση. Το εύφορο έδαφος για το σεχταριστή είναι στην ήρεμη φάση της ταξικής πάλης ή στην υποχώρηση της εργατικής τάξης. Ο σεχταριστής ευδοκιμεί στις συνθήκες εκείνες, όπου οι επαναστάτες είναι απομονωμένοι από την εργατική τάξη.  

Αντίστροφα, όταν η εργατική τάξη βρίσκεται σε περίοδο ανόδου της ταξικής πάλης και οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για να βγουν οι επαναστάτες από την απομόνωσή τους, ο σεχταριστής παθαίνει κρίση. Η κίνηση των μαζών τον προσπερνά και παραμερίζεται σαν τον ψύλλο. Χειρότερα, κάποιες φορές όχι μόνο γίνεται ο σεχταριστής αμελητέος, αλλά περνά πραγματικά στο στρατόπεδο της αντίδρασης. Νομίζω ότι το είδατε αυτό με καθαρό τρόπο πρόσφατα με το ρόλο που έπαιξαν οι σεχταριστές του Κομμουνιστικού Kόμματος που παρότρυνε τα μέλη του να ρίξουν άκυρη ψήφο στο δημοψήφισμα. Κι αν έχετε ποτέ κάνει διάλογο με ένα σεχταριστή, πιθανόν ξέρετε ότι δεν μπορείτε να πείσετε τους σεχταριστές ότι έχουν λάθος σε κάτι. Αυτό συμβαίνει γιατί γενικά είναι στενόμυαλοι και δογματικοί και δεν παραδέχονται στην αντίληψή τους για τον κόσμο τίποτε που να έρχεται σε αντίθεση με τα δικά τους σχήματα. Γι’ αυτό οι δηλώσεις των σεχταριστών είναι πάντα προβλέψιμες, γιατί στην ανάπτυξη των θέσεών τους βασίζονται σε τύπους και όχι στην πραγματική κίνηση των τάξεων. Σε γενικές γραμμές, λαμβάνοντας υπόψη ατομικές εξαιρέσεις, ο σεχταρισμός είναι ασθένεια για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία. Εδώ μπορούμε να παραθέσουμε τον Τρότσκι: «Ο σεχταρισμός είναι εχθρικός στη διαλεκτική (όχι στα λόγια, αλλά στις πράξεις) με την έννοια ότι γυρίζει την πλάτη στην πραγματική ανάπτυξη της εργατικής τάξης.» [4]    

Η δογματική προσέγγιση των σεχταριστών τονίζει, σε αντιδιαστολή, μια άλλη όψη της διαλεκτικής σκέψης - ότι είναι πάντα ανοιχτή και ανιχνευτική στις προσεγγίσεις της πραγματικότητας και της υφιστάμενης κατάστασης. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα για τη διαλεκτική από τη νοθευμένη καρικατούρα της διαλεκτικής που αναπτύχθηκε από τον Στάλιν και τον Μάο-τσε-Τουνγκ, όπου φράσεις που ακούγονταν διαλεκτικές χρησιμοποιούνταν για να ορθολογοποιήσουν ένα δόγμα και να αποθαρρύνουν ένα ανοιχτό μυαλό. Δεν είναι τυχαίο ότι η σταλινική καρικατούρα της διαλεκτικής φιλοσοφίας χαρακτηρίστηκε φιλοσοφία του «Σοβιετικού σχολαστικισμού», θυμίζοντας τη δογματική προσέγγιση των σχολαστικών φιλοσόφων του μεσαίωνα.

Ας δούμε τώρα τον οπορτουνιστή. Ο οπορτουνιστής, αντίθετα από τον σεχταριστή, δείχνει το καλύτερό του όταν η ταξική πάλη οξύνεται. Αυτό συμβαίνει γιατί ο οπορτουνιστής θέλει πάντα να είναι στα πράγματα και να εμπλέκεται σ’ αυτά. Κι εκεί όπου ο σεχταριστής οδηγείται από μία μοναδική και αναλλοίωτη αλήθεια, ο οπορτουνιστής δεν οδηγείται από καμία έννοια Αλήθειας. Ο οπορτουνιστής δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά να προσδιορίσει την άμπωτη και την παλίρροια της ταξικής πάλης, το ρυθμό της και την πιθανή της εξέλιξη γιατί γι’ αυτόν ο στρατηγικός σκοπός δεν έχει καμία αξία. Αυτό συνοψίστηκε από τη φράση που συνήθως περιέγραφε τον πρώτο ρεβιζιονιστή, τον Eduard Bernstein, ο οποίος έλεγε ότι: «Η κίνηση είναι το παν, ο τελικός σκοπός τίποτα». Ακόμη, για τον οπορτουνιστή η ζωή είναι πολύ ευκολότερη απ’ ό,τι για τον διαλεκτικό, αν και με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι για τον σεχταριστή. Υπάρχει μολαταύτα ένα πράγμα για το οποίο ενδιαφέρεται ο οπορτουνιστής και το οποίο θίγει ο Λένιν. Ο οπορτουνιστής, όπως και ο διαλεκτικός, θέλει να ψηλαφήσει το σφυγμό των μαζών, αλλά με τον τρόπο του, χωρίς τις αποσκευές του ορισμού της σχέσης του θυμικού των μαζών με το συνολικό πλέγμα των ορισμών του οποίου είναι μέρος. Ο οπορτουνιστής, βέβαια, προσεγγίζει τις μάζες όχι για να τις φέρει πιο κοντά στο επόμενο στάδιο της ταξικής πάλης, αλλά αποκλειστικά και μόνο για να προσαρμοστεί στην παρούσα κίνηση.

Όταν μιλάμε για οπορτουνιστές, έχει σημασία να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στους διαφορετικούς τύπους οπορτουνιστών. Πρώτα είναι ο καριερίστας και ο επαγγελματίας πολιτικός και αυτές οι ομάδες της αριστεράς που ζουν μια παρασιτική ζωή έξω από τα συνδικάτα και τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Αυτοί είναι οπορτουνιστές λόγω της ταξικής τους θέσης και ψυχολογίας. Αλλά ο οπορτουνισμός μπορεί να εκφραστεί από στρώματα της εργατικής τάξης που συμμετέχουν στην πάλη εξαιτίας της πολιτικής ανωριμότητάς τους και της θεωρητικής σύγχυσης στην οποία βρίσκονται.

Δεν πρέπει λοιπόν να δούμε τον οπορτουνισμό ως σταθερή κατηγορία, αλλά σε κίνηση. Ο οπορτουνισμός αυτών που είναι καριερίστες και γραφειοκράτες είναι οπορτουνισμός που προσπαθεί πάντα να ανακόπτει την κίνηση των μαζών, όταν επιχειρούν να προκαλέσουν μια ρωγμή στο κατεστημένο. Ο οπορτουνισμός που συναντάμε στις αγωνιζόμενες μάζες, ενώ ίσως φαίνεται να είναι ο ίδιος, είναι εντελώς άλλος. Είναι οπορτουνισμός που οφείλεται μόνο στο ότι οι ιδέες που κατευθύνουν τις πράξεις τους παλεύουν να ξεφύγουν από το ζουρλομανδύα της αστικής ιδεολογίας που έχουν κληρονομήσει. Αυτό το τελευταίο είδος οπορτουνισμού δεν είναι ανίκητο.

Τέλος, υπάρχει ο οπορτουνισμός που κάποτε καταλαμβάνει τους επαναστάτες που αιφνιδιάζονται από τα γεγονότα της στιγμής και ξεχνούν να τα εκτιμήσουν διαλεκτικά. Όταν κάποιος συνειδητοποιεί αυτό το είδος οπορτουνισμού και δίνει προσοχή στις θεωρητικές του πλευρές μπορεί να το νικήσει. Αντίθετα αν δεν προσέξει αυτές τις θεωρητικές πλευρές, το είδος αυτό του οπορτουνισμού μπορεί να παγιωθεί, και να τον κάνει ευάλωτο στις πιέσεις που ασκούνται από την αστική ιδεολογία.

Βέβαια σε μία επαναστατική κατάσταση ο οπορτουνισμός είναι πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος από το σεχταρισμό γιατί μπορεί να μολύνει ακόμη κι αυτούς που δεν έχουν καμιά πρόθεση να κινηθούν σαν οπορτουνιστές. Κάτι τέτοιο συνοψίστηκε πολύ ωραία από τον Τρότσκι, που έγραφε το 1940:
«Όποιος έχει ασχοληθεί με την ιστορία των αγώνων, με τις τάσεις στο εσωτερικό των εργατικών σωματείων γνωρίζει ότι αυτές οι λιποταξίες στο στρατόπεδο των οπορτουνιστών και ακόμη στο στρατόπεδο της αστικής αντίδρασης ξεκινούσαν όχι σπάνια από την απόρριψη της διαλεκτικής.»

Δεν υπάρχει συνταγή για το πώς να αποφεύγουμε τα δεινά του οπορτουνισμού και του σεχταρισμού. Το μόνο αντίδοτο είναι η άσκηση στη διαλεκτική σκέψη. Και δεν υπάρχει συνταγή για να μάθουμε πώς να σκεφτόμαστε διαλεκτικά. Είναι μαζί και τέχνη και επιστήμη και κατακτιέται με την πρακτική. Και πάνω σ’ αυτό το ζεύγμα έχουμε ένα άλλο θαυμάσιο παράθεμα από τον Τρότσκι:
«Η διαλεκτική άσκηση του μυαλού είναι το ίδιο αναγκαία στον αγωνιστή της επανάστασης με την άσκηση των δάχτυλων στον πιανίστα.» 

Ας δούμε κάτι ακόμη στο παράθεμα του Λένιν - ότι «είναι αδύνατον να υπολογίσουμε προκαταβολικά» τη μορφή που θα πάρει η ταξική πάλη. Τι εννοούσε με αυτό και πώς μπορούμε να υπολογίσουμε τέτοια πράγματα;

Μπορούμε να έχουμε έναν οδηγό παρατηρώντας την πορεία της Ρωσικής Επανάστασης όταν σε μια κατάσταση δραματικών αλλαγών δεν ήταν ολοφάνερο ποια θα έπρεπε να είναι η κατεύθυνση της δράσης ώστε να προχωρήσει η επανάσταση. Υπήρχαν διαφωνίες στο κόμμα των Μπολσεβίκων σε κάθε στροφή των γεγονότων του 1917 και ο Λένιν άλλοτε τα εκτιμούσε σωστά, άλλοτε όχι. Αλλά αυτό που τον διέκρινε ήταν η ευελιξία, η ικανότητα να μαθαίνει από τα λάθη και κάποιες φορές να αλλάζει εντελώς τη θέση του σ’ ένα κρίσιμο ζήτημα έχοντας παρατηρήσει την αντίδραση των μαζών σε μία δράση που υποστηριζόταν από τους Μπολσεβίκους. Δεν έχω το χρόνο να επεκταθώ σ’ αυτά τα γεγονότα, μπορώ μόνο να τα αναφέρω. Αναπτύσσονται στην αριστουργηματική Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης του Τρότσκι και ένα καλό συμπλήρωμα σ’ αυτό το κλασικό έργο είναι το βιβλίο του μη Μαρξιστή ιστορικού Alexander Rabinowich, Οι Μπολσεβίκοι στην εξουσία, το οποίο συστήνω.

Θα κλείσω με την ανάλυση του πώς γίνεται πράξη η ιδέα της ψηλάφησης του σφυγμού των μαζών, όπως υπάρχει στη σκέψη του Τρότσκι, ειδικά στις συζητήσεις του με τους ηγέτες του Αμερικανικού Εργατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος πάνω στο Μεταβατικό Πρόγραμμα της Τέταρτης Διεθνούς.
Γιατί αναπτύσσοντας αυτό που ονομάζεται Μεταβατικό πρόγραμμα έχουμε ένα λαμπρό παράδειγμα αυτού που ο Λένιν εννοεί με την ψηλάφηση του σφυγμού των μαζών. Υπάρχουν πολλές παρανοήσεις πάνω στις απαιτήσεις της μετάβασης και συνήθως το θέμα δεν παρουσιάζεται έτσι. Για παράδειγμα, υπάρχει η κοινή πλάνη ότι οι απαιτήσεις της μετάβασης είναι ένα τέχνασμα με το οποίο οι σοσιαλιστές επαναστάτες πιέζουν για κάτι που είναι ανέφικτο, αλλά ακούγεται πολύ λογικό. Μ’ αυτόν τον τρόπο ελπίζουν δήθεν οι επαναστάτες ότι θα υποδαυλίσουν τη δυσαρέσκεια στους κόλπους των εργατών. Αλλά αυτό οδηγεί στην πλήρη παρανόηση του τι πράγμα είναι οι απαιτήσεις της μετάβασης. Θέλω να εξετάσουμε τις απαιτήσεις της μετάβασης ως παράδειγμα, ίσως το πιο πλήρες, του πώς σκεφτόμαστε διαλεκτικά πάνω στη στρατηγική και την τακτική. Ας ξεκινήσουμε με ένα κομμάτι από τον Τρότσκι όπου αναλύει την οπισθοχώρηση της αμερικανικής εργατικής τάξης,
«Οι Αμερικανοί εργάτες έχουν το πλεονέκτημα ότι στην πλειονότητά τους δεν ήταν πολιτικά οργανωμένοι και μόνο τώρα αρχίζουν να οργανώνονται σε συνδικάτα. Αυτό προσφέρει τη δυνατότητα στο επαναστατικό κόμμα να τους κινητοποιεί απέναντι στα χτυπήματα της κρίσης.

Ποια θα είναι η ταχύτητα; Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Μόνο την κατεύθυνση μπορούμε να δούμε. Κανείς δεν αρνείται ότι η κατεύθυνση είναι η σωστή. Έπειτα έχουμε το ερώτημα, πώς θα παρουσιάσουμε το πρόγραμμα στους εργάτες; Είναι φυσικά ένα ζήτημα πολύ σημαντικό. Πρέπει να συνδυάσουμε πολιτική με ψυχολογία των μαζών και παιδαγωγική, να χτίσουμε μια γέφυρα για να φτάσουμε στο πνεύμα των εργατών. Μόνο η πείρα μπορεί να μας δείξει πώς να προχωρήσουμε σε τούτο ή σε κείνο τον τομέα. Για κάποιο διάστημα πρέπει να προσπαθήσουμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή των εργατών σε ένα σύνθημα: κινητή κλίμακα μισθών και κινητή κλίμακα ωρών εργασίας.

Ο εμπειρισμός των Αμερικανών εργατών επέτρεψε στα πολιτικά κόμματα να αναδειχθούν με μια ή δύο βασικές ιδέες -η ενιαία φορολογία, το διμεταλλικό νομισματικό σύστημα- που διαδίδονται αστραπιαία στις μάζες. Όταν οι μάζες διαπιστώνουν ότι μια πανάκεια είναι σκάρτη περιμένουν μια καινούργια. Εμείς αυτή τη στιγμή μπορούμε να παρουσιάσουμε ένα φάρμακο έντιμο, μέρος του συνολικού προγράμματός μας, όχι δημαγωγικό, αλλά που ανταποκρίνονται απόλυτα στη σημερινή κατάσταση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έχουμε δεκατρία ή δεκατέσσερα εκατομμύρια άνεργους -στην πραγματικότητα έχουμε γύρω στα δεκαέξι με είκοσι- και η νέα γενιά εγκαταλείφθηκε στην αθλιότητα. Ο κ. Ρούσβελτ ρίχνει το βάρος στα δημόσια έργα. Εμείς όμως επιμένουμε, αυτά μαζί με τα ορυχεία, τους σιδηροδρόμους κ.λπ. να δώσουν δουλειά σε όλον τον κόσμο. Και ο καθένας να έχει τη δυνατότητα να ζει με αξιοπρέπεια, καλύτερα απ’ ό,τι αυτή τη στιγμή, και απαιτούμε από τον κ. Ρούσβελτ και το τραστ εγκεφάλων του να προτείνουν τέτοιο πρόγραμμα δημοσίων έργων, ο καθένας που έχει την ικανότητα εργασίας να δουλεύει με αμοιβή της προκοπής. Αυτό είναι δυνατό με κινητή κλίμακα μισθών και κινητή κλίμακα ωρών εργασίας… Πρέπει να ξεκινήσουμε μια οργανωμένη κεντρικά καμπάνια ζύμωσης, έτσι ώστε ο καθένας να μάθει ότι αυτό είναι το πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος.»[5]

Επιτρέψτε μου να τονίσω σ’ αυτό το εκτενές απόσπασμα τη φράση,
«Πρέπει να συνδυάσουμε πολιτική με ψυχολογία των μαζών και παιδαγωγική, να χτίσουμε μια γέφυρα για να φτάσουμε στο πνεύμα των εργατών. Μόνο η πείρα μπορεί να μας δείξει πώς να προχωρήσουμε σε τούτο ή σε κείνο τον τομέα.» Εδώ βλέπετε διατυπωμένη λακωνικά τη σχέση του όλου προς τα μέρη, της οποίας έδωσα τις γενικές γραμμές προ ολίγου. Παρατηρήστε την έμφαση στην ψυχολογία των μαζών. Η ψυχολογία είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα που πηγαίνει από το οικονομικό οικοδόμημα στην πολιτική κρίση. Οι απαιτήσεις της μετάβασης αναπτύσσονται πρωτίστως για να προσαρμόσουν αυτόν τον τελευταίο κρίκο στην αλυσίδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε όλα τα άλλα στο πρόγραμμά μας. Για παράδειγμα, τον αγώνα στο πολιτικό μέτωπο για το σχηματισμό κυβέρνησης αγροτών και εργατών που θα είναι το βήμα προς τη δικτατορία του προλεταριάτου, ή στο οικονομικό μέτωπο η λήψη μέτρων για τη μετάβαση από την οικονομία που θεμελιώνεται πάνω στο νόμο της αξίας στην οικονομία που θεμελιώνεται πάνω στις κοινωνικές ανάγκες. Αλλά το κεντρικό σημείο του ζητήματος, όπου το επαναστατικό κόμμα μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο σε μία κρίσιμη στιγμή, βρίσκεται ακριβώς στο επίπεδο της ψυχολογίας των μαζών, στο επηρεασμό της συνείδησης των μαζών.

Οπότε οι απαιτήσεις της μετάβασης είναι μία τακτική και μια σειρά από τακτικές σχηματίζουν την αλυσίδα εφαρμογής των στρατηγικών μας στόχων. Σκεφτόμενοι τη στρατηγική και την τακτική έχουμε την τάση να βλέπουμε τη στρατηγική να προηγείται και την τακτική να έπεται. Αυτό δεν ισχύει απόλυτα. Αν δεν συλλάβουμε σωστά τη στρατηγική μας κατεύθυνση, όσες έξυπνες τακτικές και να εφαρμόσουμε δεν θα προχωρήσουμε ούτε βήμα πιο κοντά στους στρατηγικούς μας στόχους. Αλλά πιο πολύ ισχύει επίσης ότι το επαναστατικό κίνημα μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση μόνο μέσα από βήματα τακτικής και αυτά τα βήματα είναι δυνατόν σε κάποιες φάσεις να παίξουν αποφασιστικό ρόλο είτε στην επιτάχυνση είτε στην επιβράδυνση της πορείας προς το στρατηγικό στόχο. Γι’ αυτό ο Τρότσκι τονίζει εμφατικά τη σπουδαιότητα του να έχουμε απλές ιδέες που και τις αντικειμενικές ανάγκες ικανοποιούν και έχουν πιθανότητες να αγγίξουν τη συνείδηση των μαζών. Στην εποχή μας είναι σαν να ανεβάζουμε ένα βίντεο στο Youtube, το οποίο στη συνέχεια γίνεται μεταδοτικό, μόνο που στην περίπτωσή μας το μήνυμα διαδίδεται αστραπιαία όχι γιατί ασκεί μια εντυπωσιακή έλξη, αλλά γιατί αγγίζει ένα νεύρο της ιστορικής συνείδησης της εργατικής τάξης και απαντά στις αντικειμενικές ανάγκες του παρόντος. Κλασικό παράδειγμα γι’ αυτό ήταν το σύνθημα που υιοθέτησαν οι Μπολσεβίκοι στην Οκτωβριανή Επανάσταση - «Γη, Ελευθερία και Ψωμί!» Τι πιο απλό από αυτό;

Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα από τις συζητήσεις του Τρότσκι για το Μεταβατικό Πρόγραμμα. Την εποχή που ο Τρότσκι συζητούσε το μεταβατικό πρόγραμμα με τους Αμερικανούς συντρόφους, υπήρξε στις H.Π.Α. η πρόταση για μία πρωτοβουλία που ονομάστηκε τροπολογία νόμου του Ludlow. Παρουσιάστηκε ως δημοψήφισμα εναντίον του πολέμου. Κι όπως είδατε στο στήσιμο του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, υπήρξαν διάφορες σεχταριστικές ομάδες που αντέδρασαν στην Τροπολογία Ludlow γιατί δεν έφτανε στα άκρα, συντηρούσε κάποιες αυταπάτες πασιφισμού, είχε δεσμούς με την αστική κυβέρνηση κ.λπ., κ.λπ. Η άποψη του Τρότσκι ήταν βέβαια ότι οι επαναστάτες έπρεπε να στηρίξουν την κίνηση αυτή δείχνοντας την ίδια στιγμή τα όριά της. Μόνο μέσα από την πείρα με τις μάζες μπορούμε να έρθουμε σε επαφή μ’ αυτές ώστε να αφήσουν πίσω τους τις αυταπάτες πασιφισμού. Και να πώς το θέτει:

«Πρέπει να προχωρήσουμε με τις μάζες, και όχι μόνο να επαναλαμβάνουμε τις συνταγές μας αλλά να μιλήσουμε με τρόπο ώστε οι μάζες να καταλάβουν τις ιδέες μας.»

Συνεχίζει ο Τρότσκι:
«Το δημοψήφισμα δεν είναι το πρόγραμμά μας, αλλά είναι ένα σαφές βήμα μπροστά· οι μάζες δείχνουν ότι θέλουν να ελέγχουν τους αντιπροσώπους τους στην Ουάσινγκτον. Λέμε: είναι ένα προοδευτικό βήμα το ότι θέλετε να ελέγχετε τους αντιπροσώπους σας. Αλλά τρέφετε αυταπάτες και θα ασκήσουμε κριτική σ’ αυτές. Παράλληλα θα σας βοηθήσουμε να πραγματοποιήσετε το πρόγραμμά σας. Αν πάρετε χορηγούς για το πρόγραμμα θα σας προδώσουν…» [6]

Στο σημείο αυτό έχουμε ένα καλό παράδειγμα για το τι εννοούσε ο Λένιν όταν έλεγε να ψηλαφήσουμε το σφυγμό των μαζών. Το πρόγραμμά μας πρέπει να είναι ευέλικτο, αν θέλουμε να απευθυνθούμε στις μάζες σε μία γλώσσα που καταλαβαίνουν ενώ ερευνούμε την εμπειρία μας με αυτές. Ο οπορτουνιστής θα ερευνήσει επίσης την εμπειρία της μάζας, αλλά στην περίπτωσή του αυτό γίνεται για να καλυφθούν οι αντιφάσεις που κρύβονται στο πρόγραμμά του. Ο επαναστατικός ηγέτης αντίθετα διερευνά αυτή την πείρα για να αποκαλύψει αυτές τις αντιφάσεις. Για παράδειγμα, το δημοψήφισμα της Κυριακής που πέρασε δεν έθεσε το ερώτημα τι κάνουμε αν επικρατήσει το ΟΧΙ. Ο λαός εννοούσε ότι έλεγε ΟΧΙ στη λιτότητα, αλλά η κυβέρνηση Τσίπρα έδωσε στο δημοψήφισμα το νόημα ότι το ΟΧΙ του λαού αφορούσε συγκεκριμένα τους τελευταίους όρους που έθεσαν οι θεσμοί. Άρα ερμήνευσαν την ψήφο του ΟΧΙ ώστε να σημαίνει ΝΑΙ σε περισσότερη λιτότητα αν και έλπιζαν -μάταια όπως αποδείχθηκε- ότι η παραπάνω λιτότητα δεν θα ήταν τόσο εξουθενωτική. Όταν κρύβεις τις αντιφάσεις το ΟΧΙ γίνεται ΝΑΙ.

Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που οι μάζες μπορούν να μάθουν μόνο μέσα από την προπαγάνδα. Είναι απαραίτητο να γίνει μέσα από την πείρα με αυτές. Χωρίς αυτό το διαλεκτικό κρίκο στη δράση και τη σκέψη των μαζών δεν είναι εφικτό να τις προσελκύσουμε στο πρόγραμμά μας.

Ας σκεφτούμε λίγο πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το απόσταγμα αυτών των μαθημάτων για να φτιάξουμε τις απαιτήσεις της μετάβασης στη σημερινή Ελλάδα. Τι είδους συνθήματα μπορούμε να προωθήσουμε στις συνθήκες της μετά το δημοψήφισμα Ελλάδας. Δύσκολα μπορώ να απαντήσω σ’ αυτό γιατί δεν έχω την εμπειρία και τη γνώση της ελληνικής εργατικής τάξης και της ιστορίας της. Θα μπορούσε, ας πούμε, να προβληθεί ένα απλό σύνθημα όπως «Η λιτότητα είναι σκλαβιά»; Ή κάτι σαν το «30 ώρες δουλειά για 40 ωρών αμοιβή», που ήταν το σύνθημα με το οποίο έκανε εκστρατεία το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα στην Αμερική της δεκαετίας του ’30 όταν οι H.Π.Α. βίωναν τη μεγάλη Ύφεση και βλέπαμε επίπεδα ανεργίας και φτώχειας αντίστοιχα με αυτά που βλέπουμε στη σημερινή Ελλάδα. Αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι η πολιτική αντίληψη της εργατικής τάξης στην Ελλάδα σήμερα είναι σε πιο ψηλά επίπεδο από αυτό στις H.Π.Α. της δεκαετίας του ’30. Θα πρέπει ακόμη να συνυπολογίσουμε τη σχέση του κόμματος με την εργατική τάξη. Είναι η επείγουσα αποστολή του κόμματος να κινητοποιήσει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης όπου έχει άμεση επιρροή, ή είναι να προσεταιριστεί τις μάζες των εργατών και της νεολαίας που δεν έχουν πειστεί ως τώρα ότι η συναινετική οδός που ακολουθεί επανειλημμένα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια καταστροφική πολιτική; Ή στέκεται το κόμμα ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα, που σημαίνει ότι, ενδεχομένως να φτάνει μέχρις ενός σημείου να κινητοποιήσει τους εργάτες στο εσωτερικό του, αλλά όπως και να ’χει το πράγμα πρέπει πέρα απ’ αυτό να πάρει κι ένα μεγάλο κομμάτι των εργατών και της νεολαίας με το μέρος του;

Αυτό είναι το επόμενο εγχείρημα στο οποίο πρέπει να αφοσιωθούν οι επαναστάτες στην Ελλάδα και οι διεθνείς σύμμαχοί τους. Το πιο σπουδαίο, όμως, πράγμα και το οποίο θέλω να τονίσω δεν είναι το ένα ή το άλλο σύνθημα, αλλά η διαλεκτική σκέψη που πρέπει να οδηγήσει στη διαμόρφωση των κατάλληλων πολιτικών και προγραμμάτων την ίδια στιγμή που ψηλαφούμε το σφυγμό των μαζών.   
            
Μετάφραση Εύη Μανοπούλου    




[1] L. Trotsky, The ABC of the Materialist Dialectic”, In Defense of Marxism, https://www.marxists.org/archive/trotsky/1939/12/abc.htm Eλληνικά στο Yπεράσπιση του Mαρξισμού, εκδ. Aλλαγή, σελ. 94
[2] History of the Russian Revolution, L. Trotsky, Preface, https://www.marxists.org/archive/trotsky/1930/hrr/ch00.htm
[3] The Assessment of the Present Situation, Lenin Collected Works, Progress Publishers, 1973, Moscow, Volume 15, pages 267-280 https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1908/nov/01.htm


[4] L. Trotsky, Sectarianism, Centrism and the Fourth International, http://forum.permanent-revolution.org/2009/05/sectarianism-centrism-and-fourth.html 


[5] The Transitional Program of Socialist Revolution, L Trotsky, with Introductory Essays by Joseph Hansen and George Novack. Pathfinder Press, 1973. P. 192-193.
[6] Ibid. p. 116-117.


No comments: