Tuesday, April 7, 2015

Σχέδιο Γ: Η σοσιαλιστική εναλλακτική λύση για την Ελλάδα


του Άλεξ Στάινερ

Μια συναρπαστική συνέντευξη με το νεο-εκλεγμένο μέλος της Βουλής των Ελλήνων, Κώστα Λαπαβίτσα, εμφανίστηκε πρόσφατα στο περιοδικό Jacobin. [1]


Ο Λαπαβίτσας, ο οποίος εκπροσωπεί τον ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, είναι ένας πολύ γνωστός αριστερός οικονομολόγος και ένας αυτοχαρακτηριζόμενος μαρξιστής. Σε αντίθεση με τον Υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, ο Λαπαβίτσας δεν είναι «αιρετικός μαρξιστής», αλλά είναι πάρα πολύ εξοικειωμένος με τη γλώσσα του ορθόδοξου Μαρξισμού. Ο ίδιος λέει ότι είναι υπέρ της σοσιαλιστικής επανάστασης και θα ήθελε να δει αυτήν να λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Επικαλείται ακόμη και τους μπολσεβίκους, αναφέροντας ευνοϊκά τον Λένιν και τον Μπουχάριν. 

Ωστόσο, αν ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στις δηλώσεις του, καθίσταται σαφές ότι η μορφή του μαρξισμού του, είναι πολύ πιο κοντά στην ποικιλία των μενσεβίκων από ό,τι στο μπολσεβικισμό.
Λέει: «Δεν χρειάζεται μια σοσιαλιστική επανάσταση, και δεν χρειάζεται να ανατρέπουμε τον καπιταλισμό σε κάθε λεπτό της ημέρας, για να κάνουμε μικρά πράγματα. Φυσικά, στοχεύουμε στην ανατροπή του καπιταλισμού, και βεβαίως εν τέλει θα θέλαμε να δούμε τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αλλά αυτό δεν είναι πιθανό αυτή τη στιγμή.»

Αφήνοντας κατά μέρος την ψευδαίσθηση εκείνων που καλούν σε «ανατροπή του καπιταλισμού σε κάθε λεπτό της ημέρας», ο Λαπαβίτσας εκφράζει σαφέστατα την αντίληψη πως ενώ σκέφτεται ότι ο σοσιαλισμός είναι μια καλή ιδέα σε κάποιο αόριστο και μακρινό μέλλον, δεν είναι μια ρεαλιστική δυνατότητα στο άμεσο μέλλον ή ακόμα και σε αυτό που αποκαλεί «μεσοπρόθεσμo». Αντ’ αυτού, ο ίδιος πιστεύει ότι βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι μια πιο γενναιόδωρη μορφή του καπιταλισμού. Και πιστεύει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί πλήρως.
«Δεν χρειάζεσαι τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα, και δεν χρειάζεται να ανατρέψεις τον καπιταλισμό στην Ελλάδα για να απαλλαγείς από τη λιτότητα. Δε το χρειάζεσαι», λέει.

Αυτό από μόνο του δεν είναι μια ασυνήθιστη θέση στο ΣΥΡΙΖΑ. Στο κάτω-κάτω, το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε να θέσει τέλος στη λιτότητα, χωρίς με οποιονδήποτε τρόπο να θίξει τον καπιταλισμό. Αλλά αυτό που τοποθετεί το Λαπαβίτσα σε σύγκρουση με την πλειονότητα των συντρόφων του στο ΣΥΡΙΖΑ, είναι η θέση του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εγκαταλείψει τη δέσμευσή του να παραμείνει εντός της ΕΕ και να καταρτίσει πρόγραμμα εξόδου από το Ευρώ.  Πιστεύει ότι η πολιτική της παραμονής εντός της ΕΕ που έχει πραγματοποιηθεί από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις, είτε ήταν το ΠΑΣΟΚ ή η Νέα Δημοκρατία, και τώρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε καταστροφική. Ο ίδιος τονίζει αυτό το σημείο αρκετές φορές στη διάρκεια της συνέντευξης:
«… θα πρέπει σίγουρα να απαλλαγούμε από το θεσμικό πλαίσιο του ευρώ. Αυτή η απλή θέση δεν κατανοείται -ή δεν εκτιμάται ευρέως- εντός του ΣΥΡΙΖΑ ούτε και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς, και αυτό έχει αποτελέσει μια χρόνια τραγωδία».

Αυτό που βρήκα ενδιαφέρον στην ανάγνωση της συνέντευξης με το Λαπαβίτσα δεν ήταν η πολιτική του, η οποία είναι αυτή μιας ρεφορμιστικής ποικιλίας σοσιαλδημοκρατίας του παλαιού τύπου - σε αντίθεση με το νέο τύπο σοσιαλδημοκρατών τους οποίους μπορείτε να βρείτε στο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ή στο Νέο Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία, οι οποίοι έχουν υιοθετήσει τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές. Ούτε είναι οι διαφορές του για το ευρώ με την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ τόσο ενδιαφέρουσες. Όντως, είναι μια πιθανότητα ότι η έξοδος από το Ευρώ θα γίνει η επικρατούσα άποψη στο εσωτερικό ΣΥΡΙΖΑ στους προσεχείς μήνες, καθώς η αδυναμία της παραμονής στην ΕΕ γίνεται όλο και πιο εμφανής.

Αλλά αυτό που είναι το πιο ενδιαφέρον σε αυτή τη συνέντευξη, ήταν η συζήτηση του Λαπαβίτσα για το ποιές συγκεκριμένες πολιτικές χρειάζονται να εφαρμοστούν για να επιτευχθεί το Grexit. Τις αποκαλεί αυτές «Σχέδιο Β».  Συνοψίζει ορισμένα από τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του Σχεδίου Β ως εξής:
«Άρα η κυβέρνηση θα χρειαστεί να επιβάλλει έλεγχο κεφαλαίων άμεσα, και θα χρειαστεί να επιβάλλει έλεγχο των τραπεζών άμεσα. Δεν χρειάζεται κι ιδιαίτερη συζήτηση. Θα πρέπει να κάνει ό,τι έκανε η ΕΕ στην περίπτωση της Κύπρου. Τώρα, πόσο θα διαρκέσει αυτός ο έλεγχος και τί μορφές θα πάρει, θα εξαρτηθεί από το πώς εξελίσσεται η κατάσταση. Ασφαλώς θα διαρκέσουν για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Και κάποιες μορφές ελέγχου κεφαλαίων σίγουρα θα παραμείνουν, ως οφείλουν…
Τότε το κράτος θα χρειαστεί να επέμβει, αφού εθνικοποιήσει τις τράπεζες και επαναπροσδιορίσει τους οικονομικούς τους ισολογισμούς, για να ανασυγκροτήσει τις τράπεζες. Οι τράπεζες χρειάζονται αναδιοργάνωση για να δούμε ποιες θα παραμείνουν και με ποιους όρους. Αυτή είναι μια διαδικασία που θα χρειαστεί καιρό, και δεν θα είναι εύκολη.»

Οι έλεγχοι κεφαλαίων και η εθνικοποίηση των τραπεζών είναι αρκετά ριζοσπαστικές πολιτικές. Ο Λαπαβίτσας αργότερα παραδέχεται ακόμη ότι οι οικονομικές πολιτικές που προτείνει οδηγούν σε κάποια μορφή διανομής προϊόντων με δελτίο. Ο ριζοσπαστισμός αυτών των πολιτικών, ωστόσο, πρέπει να κατανοηθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του ριζοσπαστισμός με ποιό σκοπό; Για τον Λαπαβίτσα ο σκοπός είναι η σωτηρία του καπιταλισμού, αν κι όχι επακριβώς του καπιταλισμού του τύπου της Ευρωζώνης. Με ειλικρίνεια αναγνωρίζει πως η καταγωγή των προτάσεων του είναι οι θεωρίες του Τζον Μέυναρντ Κέυνς:
«Ο Κέυνς και ο Κεϋνσιανισμός, δυστυχώς, παραμένουν τα πιο ισχυρά εργαλεία που έχουμε, ακόμη κι ως Μαρξιστές, για να αντιμετωπίζουμε ζητήματα της πολιτικής στο εδώ και τώρα…

Ο Μαρξισμός έχει να κάνει με την ανατροπή του καπιταλισμού και με την κατεύθυνση προς τον σοσιαλισμό. Πάντα ίσχυε αυτό, κι έτσι θα παραμείνει. Ο Κεϋνσιανισμός δεν έχει να κάνει με αυτό. Έχει να κάνει με την βελτίωση του καπιταλισμού κι ακόμα και με την σωτηρία του από τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι ακριβώς είναι.»

Κανείς δεν θα μπορούσε να ζητήσει μια πιο καθαρή δήλωση της κατεύθυνσης της επίσημης Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ. Και ο Λαπαβίτσας παραδέχεται πως η δική του κατηγορία «ορθόδοξου» Μαρξισμού ισοδυναμεί σχεδόν με τον «αιρετικό Μαρξισμό» του Γιάνη Βαρουφάκη.
Αλλά ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τις πολιτικές αυτές καθαυτές, θα πρέπει να αναγνωρίσει πως η κριτική του Λαπαβίτσα για μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, ότι δεν έχουν ποτέ τους στοχαστεί πάνω σε χειροπιαστές πολιτικές, βρίσκει το στόχο της. Λέει:
«Υπάρχει ένα παραδοσιακό ρητό στα Ελληνικά πως ένα άνδρας που δεν θέλει να παντρευτεί συνεχίζει να αρραβωνιάζεται ξανά και ξανά. Λοιπόν, αυτό έκαναν οι Κομμουνιστές, δυστυχώς. Επειδή δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν το ερώτημα του να ασχοληθούν με την κατάσταση στο εδώ και τώρα, μιλάνε για την επανάσταση.

Άρα, αν το κάνεις αυτό, δεν χρειάζεται να αντιπαρατεθείς με το ερώτημα του ευρώ. Παριστάνεις πως το ερώτημα του ευρώ είναι με κάποιο τρόπο ένα μικρό ερώτημα ή ένα δευτερεύον ή οτιδήποτε. Ή πας τα πράγματα ακόμα παραπέρα: αυτό που χρειάζεσαι είναι να βγεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να βγεις από το ΝΑΤΟ, να βγεις από αυτό, το άλλο, και το παράλλο. Με άλλα λόγια, δεν παρέχεις καμιά συγκεκριμένη απάντηση, ακριβώς επειδή δεν απαντάς σε τίποτα.»

Και ενώ εδώ οι επισημάνσεις του Λαπαβίτσα κατευθύνονται απευθείας ενάντια στο Σταλινικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), θα μπορούσαν κάλλιστα να εφαρμοστούν και σε μεγάλο τμήμα της Αριστεράς. Το ΚΚΕ έχει μια ιστορία συνδυασμού του χειρότερου είδους οπορτουνισμού με τον δογματικό σεχταρισμό. Έτσι, ενώ στο παρελθόν δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας με τη μπουρζουαζία, σταθερά αρνιόντουσαν κάθε αίτημα για κοινή δράση σε οποιαδήποτε κινητοποίηση ή στις γενικές απεργίες ενάντια στις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Και το ΚΚΕ, όπως οι περισσότερες σεχταριστικές ομάδες, σταθερά αποφεύγει να προβάλει στις πλατφόρμες του οποιεσδήποτε συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις, παρά μόνο στηρίζεται σε αφηρημένα συνθήματα. Η κριτική του Λαπαβίτσα είναι σαφώς δικαιολογημένη όταν απευθύνεται σε τέτοιες σεχταριστικές ομάδες (τις οποίες ο Λαπαβίτσας προσπαθεί να ταυτίσει με όλη την υπόλοιπη Αριστερά).

Από την άλλη πλευρά, η οπορτουνιστική συμμαχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέβηκε στις τελευταίες εκλογές με μια πλατφόρμα που σωστά χαρακτηρίστηκε ως «αριστερός εθνικισμός». Έκανε μια συμμαχία με το ΜΑΡΣ που υποστηρίζει την επιστροφή στη δραχμή. Σε αντίθεση με τους σεχταριστές, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε όντως πολλές «συγκεκριμένες προτάσεις». Για την ακρίβεια, υποστήριξαν πολιτικές όχι και τόσο διαφορετικές από αυτές που προτάθηκαν από τον Λαπαβίτσα. Όπως σημείωσε ένας παρατηρητής, για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
«…η καλύτερη εναλλακτική σε ένα πρόγραμμα μεταρρύθμισης είναι να προσφέρεις ένα ανταγωνιστικό πρόγραμμα ακόμα μεγαλύτερης μεταρρύθμισης. Έτσι οι επαναστάτες διαφέρουν από τους ρεφορμιστές κυρίως επειδή ζητούν περισσότερα». [2]

Ο συγγραφέας αυτών των επισημάνσεων επίσης σημειώνει πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είδε τον ρόλο της στο να παίζει το παιχνίδι του ανταγωνισμού με τον ΣΥΡΙΖΑ:
«Όποτε ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε την Ελληνική υπηκοότητα στα παιδιά των μεταναστών, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως ένας παίκτης του πόκερ, «ανέβαζε» το ποσό προσφέροντας την νομιμοποίηση όλων των μεταναστών στην Ελλάδα».

Αλλά αυτό εγείρει ένα σημαντικό ερώτημα. Πώς θα έμοιαζε μια επαναστατική εναλλακτική στον ΣΥΡΙΖΑ; Οπωσδήποτε δεν θα ήταν τα βλακώδη συνθήματα των σεχταριστών. Ο Λαπαβίτσας έχει ένα δίκιο σε αυτή τη διαπίστωση. Αλλά δεν ήταν ούτε το «Σχέδιο Β» του Λαπαβίτσα, ή η πιο ριζοσπαστική εκδοχή του «Σχεδίου Β» όπως προτείνεται από ομάδες όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Ας ονομάσουμε την εναλλακτική, την σοσιαλιστική εναλλακτική, Σχέδιο Γ. Σε αντίθεση με τον Λαπαβίτσα, για εμάς ο σοσιαλισμός δεν είναι ένας θαμπός στόχος σε ένα απώτερο μέλλον, αλλά ένας σκοπός προς τον οποίο μπορούμε να κινηθούμε άμεσα και να τον πραγματώσουμε στο διάστημα μιας γενιάς. Η σοσιαλιστική εναλλακτική σημαίνει την αναδιοργάνωση της κοινωνίας στη βάση της παραγωγής για τις ανάγκες κι όχι της παραγωγής για το κέρδος. Σημαίνει πως το μέλλον της Ελλάδας βρίσκεται, όχι με την ΕΕ ή με μια επιστροφή στη δραχμή με κάποιου είδους αναβίωση του Ελληνικού καπιταλισμού, αλλά στο οικοδόμημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης. Αλλά πώς προκύπτει αυτό; Σε αντίθεση με τις σεχταριστικές υπερ-αριστερές ομάδες, το να παλεύεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση διεθνώς δεν σημαίνει πως αυτό σε απαλλάσσει από το να αναπτύσσεις συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις για το εδώ και τώρα. Από αυτήν την άποψη, ο Λαπαβίτσας έχει ένα δίκιο. Πως θα έμοιαζαν τότε αυτές οι συγκεκριμένες προτάσεις, οι αναγκαίες για να συγκροτήσουν το Σχέδιο Γ;

Για να αναπτύξεις τέτοιες πολιτικές χρειάζεται και ένας βαθμός πιθανολογίας, και με αυτό δεν εννοώ να αναπτύξεις ένα καθαρά φανταστικό σχέδιο, αλλά κάτι περισσότερο, σαν ένα πείραμα σκέψης βασισμένο σε ιστορικά προηγούμενα που η εφαρμογή τους είναι αβέβαιη, και σε προβολές βασισμένες σε μια σειρά γεγονότων που δεν μπορούν να προβλεφτούν με κανένα βαθμό ακρίβειας. Με δεδομένο αυτόν τον όρο, η άσκηση μπορεί να αποδειχτεί μολαταύτα χρήσιμη σε αυτούς που στα σοβαρά εργάζονται προς μια σοσιαλιστική εναλλακτική για την Ελλάδα. Θα περιγράψω ποια πιστεύω ότι είναι τα κομβικά οικονομικά θέματα που πρέπει να τεθούν επί τάπητος. Υπάρχουν ξεκάθαρα κι άλλα θέματα σχετικά με την εξωτερική πολιτική, την πολιτική οργάνωση, την επιστήμη και την κουλτούρα κλπ., που επίσης χρειάζεται να τεθούν σε ένα σοβαρό πρόγραμμα που πραγματεύεται την μετάβαση στο σοσιαλισμό. Αυτό πιθανά θα μπορούσε να είναι το θέμα μιας ξεχωριστής εργασίας.

Πρώτα απ’ όλα κάποιος θα πρέπει να αναγνωρίσει πως το όποιο τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να εφαρμοστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι απλά επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνδεδεμένος με ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων μέσα στον καπιταλισμό, και παρά την ρητορική του, αλλά επίσης επειδή, από τη φύση της, η μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να ανατεθεί αποκλειστικά στο όχημα της κοινοβουλευτικής πολιτικής. Θα χρειαστεί δράση από τα κάτω, από τις μάζες, παίρνοντας την τύχη τους στα ίδια τους τα χέρια και δημιουργώντας της δικές τους μορφές οργάνωσης. Είναι επίσης αδιανόητο ότι τέτοιες δράσεις θα μπορέσουν να πετύχουν χωρίς μια εκπαιδευμένη επαναστατική ηγεσία.

Ωστόσο, παραμένοντας στο πείραμα σκέψης μας, ας φανταστούμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια γνήσια επαναστατική οργάνωση. Σε αυτήν τη περίπτωση θα μπορούσε να κάνει πολλά, ακόμα και στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής πολιτικής, για να ενθαρρύνει ένα δυνατό μαζικό κίνημα.

Άρα σε αυτό το πείραμα σκέψης θα μπορούσαμε να φανταστούμε ποιες πολιτικές θα υποστηρίζονταν από ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, που, σε αντίθεση με τον πραγματικό ΣΥΡΙΖΑ, θα έβλεπε την εναλλακτική λύση ως προς την λιτότητα, στην εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού.

Και το πρώτο πράγμα που μπορούμε να πούμε είναι πως πολλές από τις πολιτικές προτάσεις του Λαπαβίτσα θα είχαν, πράγματι, άμεσα θεσμοθετηθεί από μια σοσιαλιστική κυβέρνηση. Μια έξοδος από το Ευρώ θα ήταν σίγουρα ένα από τα πρώτα μέτρα που θα έπρεπε να εφαρμοστούν. Έλεγχοι κεφαλαίων, για να αποτρέψουν την φυγή των κεφαλαίων έξω από τη χώρα, με την εθνικοποίηση των τραπεζών να ακολουθούν. Ακόμα και μια μορφή διανομής προϊόντων με δελτίο θα ήταν αναμφίβολα αναγκαία για να αντιμετωπιστεί το αναπόφευκτο σοκ μιας ξαφνικής μετάβασης σε ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως αυτά είναι «Κεϋνσιανές» πολιτικές, παρά το γεγονός ότι ο σκοπός τους θα ήταν πολύ διαφορετικός από αυτό που οραματίζεται ο Λαπαβίτσας. Θα ήταν μέτρα στο δρόμο για το σοσιαλισμό αντί για μέτρα που προορίζονται «να σώσουν τον καπιταλισμό από τον εαυτό του». Το πλαίσιο αυτών των μέτρων κάνει όλη τη διαφορά. Τέτοια μέτρα από μόνα τους σίγουρα δεν είναι «σοσιαλιστικά». Είναι σίγουρα ενταγμένα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Αλλά τέτοια μέτρα θα είναι απαραίτητα για μια χρονική περίοδο όσο η οικονομία είναι στη μετάβαση προς το σοσιαλισμό. Το να φανταστούμε πως καμιά μεταβατική περίοδος δεν χρειάζεται, για να πάμε από την κυριαρχία του νόμου της αξίας στην κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών, είναι σκέτη φαντασία, ειδικά σε μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, που τουλάχιστον για ένα διάστημα αναμενόμενα θα είναι σχετικά απομονωμένη. Ξεκάθαρα αντικαθιστώντας τον μηχανισμό της αγοράς που κυβερνά την παραγωγή, την διανομή και την κατανάλωση ενός ολόκληρου έθνους, με ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό μηχανισμό, δεν είναι ένα επουσιώδες εγχείρημα και αν δεν εξεταστεί στη βάση της καλύτερης εξειδικευμένης γνώσης που είναι διαθέσιμη, θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες. Με κάθε πιθανότητα, ακόμα και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, η μετάβαση θα συνοδεύεται από μια περίοδο πιθανώς σημαντικών στερήσεων, ακόμα χειρότερων από αυτά που επιβλήθηκαν με τα μέτρα λιτότητας που εφάρμοσε η ΕΕ. Μια επαναστατική κυβέρνηση θα το εξηγούσε αυτό με ειλικρίνεια στους υποστηρικτές της. Αν οι μάζες πιστεύουν στη προοπτική του σοσιαλισμού και συμπεριλαμβάνονται σε κάθε επίπεδο της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων, θα συμφωνήσουν στις θυσίες που απαιτούνται. Οι περισσότερες αριστερές ομάδες που δεν έχουν σκεφτεί σε βάθος τις επιπλοκές της μετάβασης στο σοσιαλισμό, φαίνεται πως το ξεχνούν αυτό. Αυτό ήταν το σημείο που κάποτε επεσήμανε ο Τζορτζ Όργουελ, αν και έγραφε σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, κατά τη νίκη του Εργατικού Κόμματος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την απόρριψη της ηγεσίας του Τσόρτσιλ.
«Η αδυναμία όλων των αριστερών κομμάτων είναι η ανικανότητά τους να πουν την αλήθεια σχετικά με το άμεσο μέλλον. Όταν είσαι στην αντιπολίτευση, και προσπαθείς να κερδίσεις την υποστήριξη για ένα νέο οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα, είναι η δουλειά σου να κάνεις τον κόσμο να δυσανασχετεί, και αναπόφευκτα θα το κάνεις όταν τους πεις πως θα είναι καλύτερα από υλικής άποψης όταν εφαρμοστεί το νέο πρόγραμμα. Πιθανά να μην τους πεις, αυτό που μπορεί να είναι μια μεγάλη αλήθεια, πως δεν θα ζήσουν άμεσα αυτά τα οφέλη, αλλά μόνο μετά από, ας πούμε, είκοσι χρόνια. Ο Βρετανικός λαός, δεν έχει ποτέ προειδοποιηθεί, π.χ. από την Αριστερά, πως η εισαγωγή στο Σοσιαλισμό μπορεί και να σημαίνει μια σοβαρή πτώση του επιπέδου διαβίωσης.» [3]
Η εκτίμηση του Όργουελ για τα 20 χρόνια είναι άσκοπα πεσιμιστική, αλλά είναι αναμφίβολα σωστός στο βασικό σημείο του, πως η μετάβαση στο σοσιαλισμό θα επιφέρει μια περίοδο στερήσεων και πως ένα κόμμα που υποστηρίζει ένα τέτοιο δρόμο πρέπει να είναι ειλικρινές γι’ αυτό. Ο Λαπαβίτσας επίσης, μιλώντας ως επαγγελματίας οικονομολόγος, αναγνωρίζει πως η μεταβατική περίοδος συνεπάγεται μια περίοδο πιθανών σοβαρών στερήσεων. Λέει πως ακόμα και μια «ελεγχόμενη έξοδος» από το Ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιδείνωση της κατάστασης των εργατών:
«…οι μισθοί πρέπει να ανέβουν, αλλά ακόμη και να ανέβουν, δεν πρόκειται να επιστρέψεις εκεί που ήσουν πριν. Πολύ απλά αυτό δεν είναι εφικτό αυτή τη στιγμή. Χρειαζόμαστε μια στρατηγική ανάπτυξης γι’ αυτό.»

Με δεδομένη την πραγματικότητα μιας περιόδου στερήσεων, γιατί τότε να συνεχίζει να υπερασπίζει μια στρατηγική «σωτηρίας του καπιταλισμού», όταν κάποιος μπορεί να ασπαστεί μια στρατηγική μετάβασης στον σοσιαλισμό. Γιατί να περάσουμε όλα αυτά τα βάσανα για τόσο πενιχρά «οφέλη»;

Σε κάθε περίπτωση μια επαναστατική κυβέρνηση, ενώ αναγνωρίζει την αναγκαιότητα των θυσιών, θα μπορούσε να υιοθετήσει τον στόχο της ελαχιστοποίησής τους όσο είναι δυνατόν, και να επιταχύνει την μετάβαση στο σοσιαλισμό. Αυτό σημαίνει να αναζητήσει βοήθεια από την διεθνή εργατική τάξη και των εγκατεστημένων σοσιαλιστικών καθεστώτων σε άλλες χώρες. Η εκκίνηση της Ελλάδας πάνω στον δρόμο για τον σοσιαλισμό θα μπορούσε με τη σειρά της να πυροδοτήσει πολιτικά κινήματα σε άλλες χώρες. Αλλά ακόμα κι έτσι, η βοήθεια από το εξωτερικό δεν θα συμβεί εν μια νυκτί, και μέχρι να καταφθάσει, το νέο καθεστώς πρέπει να δουλέψει πάνω σε ένα σχέδιο επιβίωσης μετά από μια γρήγορη και σίγουρη διακοπή της πίστωσης και των εμπορικών συναλλαγών με την ΕΕ και τη Βόρεια Αμερική. Ένα οικονομικό μποϋκοτάζ θα αποτελέσει βεβαιότητα, μόλις η κυβέρνηση αρνηθεί τα χρέη. Κάποιος θα μπορούσε να περιμένει πως οι εμπορικές σχέσεις με χώρες που μπορεί να είναι συμπαθούντες της νέας κυβέρνησης, θα ελάφρυναν τα βάρη. Η Ρωσία, η Κίνα, η Βενεζουέλα, πιθανότατα θα μπορούσαν να γεμίσουν κάποια από τα κενά που θα προκληθούν από την διακοπή του εμπορίου με την ΕΕ.

Πολλές λεπτομέρειες θα χρειαζόταν να δουλευτούν. Ένα σχέδιο για την ρύθμιση αυτού που για ένα διάστημα θα είναι μια «μικτή» οικονομία, θα έπρεπε να αναπτυχθεί. Μερικές επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρότερες, πρέπει να τους επιτραπεί και ακόμα και να ενθαρρυνθούν να συνεχίζουν τη λειτουργία τους σε μια κερδοσκοπική βάση, παρόλο που τώρα θα διευθύνονται και θα λειτουργούν δημοκρατικά από τους εργάτες τους. Ένα κεντρικό σχέδιο για την ρύθμιση της αλυσίδας της προσφοράς και της ζήτησης σε κάθε βιομηχανία και στους διαφορετικούς τομείς της γεωργίας, και η θέση τους στη συνολική οικονομία, θα έπρεπε να δουλευτεί. Τελικά, μια ανάλυση του πως κάθε βιομηχανία και η οικονομία ως σύνολο επιδρά στο περιβάλλον και στο κλίμα, θα πρέπει να εισαχθεί σε κάθε οικονομικό σχέδιο. Αυτό ξεκάθαρα απαιτεί τη συνδυασμένη εξειδίκευση στα οικονομικά και στις κοινωνικές επιστήμες, όπως και ειδικούς σε κάθε βιομηχανία. Θα ήταν μια ευκαιρία να διοχετευθεί ο ενθουσιασμός των φοιτητών και των επαγγελματιών σε αυτά τα πεδία και να συνενωθούν με τους εργάτες στις διάφορες βιομηχανίες, δουλεύοντας όλοι μαζί συνεργατικά για να καταλήξουν σε ένα βιώσιμο οικονομικό σχέδιο.

Υπάρχουν φυσικά μερικά ιστορικά προηγούμενα που η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να εξετάσει για να βοηθηθεί στο σχηματισμό της οικονομικής της πολιτικής, ειδικά οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τους Μπολσεβίκους απευθείας μετά την κατάληψη της εξουσίας. Αλλά αυτά ενδεχόμενα να είναι περιορισμένης αξίας, δεδομένων των ριζικά διαφορετικών συνθηκών της Ρωσίας του 1917 και της Ελλάδας του 2015. Χωρίς να παραβλέπεται η πλούσια ιστορία μαθημάτων που θα μπορούσε να απορροφηθεί μέσα από μια στενή μελέτη των πολιτικών των Μπολσεβίκων και άλλων ιστορικών προηγούμενων, η νέα κυβέρνηση θα ήταν σε μεγάλο βαθμό στα δικά της πυρετώδη μονοπάτια γραψίματος της ιστορίας. Που σημαίνει ότι δεν πρέπει να αρνηθούμε πως θα έχουν την ευρύτατα διαφορετική δυνατότητα συντονισμού του οικονομικού σχεδιασμού και της δημοκρατικής συμμετοχής, ως αποτέλεσμα της επικοινωνίας που θα αναδείξει η επανάσταση μέσα από το ιντερνέτ.

Μπορούμε να συνεχίσουμε αυτό το πείραμα σκέψης με περισσότερη λεπτομέρεια, αλλά το βασικό συμπέρασμα είναι αρκετά καθαρό. Μια πραγματική εναλλακτική στην λιτότητα δεν είναι ούτε οι ευχολογικές σκέψεις ή η συνθηματολογία των σεχταριστών, ούτε το είδος του λανθασμένου πραγματισμού του Λαπαβίτσα. Περισσότερο σημαίνει να σκέπτεσαι συγκεκριμένα και βαθιά στο ποιες πολιτικές συνδέονται με μια αυθεντική πρακτική μετάβαση στο σοσιαλισμό.

Υπάρχει ένα τελευταίο σημείο στη συνέντευξη του Λαπαβίτσα που χρήζει ενός σχολίου. Σε ένα σημείο επιτίθεται σε αυτούς τους Αριστεριστές που πιστεύουν πως η πολιτική καθορίζει τα πάντα. Λέει:
«Στη γεωπολιτική και στην εσωτερική πολιτική, στην ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων, σε αυτό «ξέπεσε» ο Μαρξισμός, δυστυχώς. Και όταν το κάνεις αυτό, όταν ξεκινάς από την πολιτική –την ισορροπία των δυνάμεων εγχώρια ή διεθνώς- είναι εύκολο να καταπιαστείς με φαντασιοπληξίες. Είναι εύκολο να αρχίζεις να πιστεύεις πως, στο τέλος, τα πάντα είναι πολιτική, κι επομένως μπορείς να αλλάξεις την ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων, κι όλα είναι εφικτά.
Λοιπόν, λυπάμαι, αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Και αυτό δεν είναι Μαρξισμός. Σαν Μαρξιστές, πιστεύουμε πως η πολιτική, στο τέλος-τέλος είναι απότοκο της υλικής πραγματικότητας της οικονομίας και των ταξικών σχέσεων. Αυτό είναι μια πάρα πολύ βαθιά δήλωση του Καρλ Μαρξ, εφόσον γίνεται κατανοητό όπως πρέπει, εφόσον δεν γίνεται μηχανιστική. Σε τελική ανάλυση, αυτή η δήλωση σημαίνει πως δεν είναι όλα πιθανά μέσω της πολιτικής.»

Εδώ πρέπει να πω πως ο Λαπαβίτσας είναι ταυτόχρονα και σωστός και λάθος. Είναι αλήθεια πως πολλοί αποκαλούμενοι Μαρξιστές καταπιάνονται με φαντασιοπληξίες, που σημαίνει πως βλέπουν τις πιθανότητες για δράση απλά μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής δράσης, χωρίς να δίνουν καμία σημασία στους περιορισμούς που επιβάλλει η οικονομία. Αλλά ενώ ο Λαπαβίτσας είναι σωστός όταν επισημαίνει πως για τους Μαρξιστές «η πολιτική σε τελική ανάλυση είναι απότοκο της υλικής πραγματικότητας της οικονομίας και των ταξικών σχέσεων», ξεχνάει πως υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ της οικονομίας και της πολιτικής και πως αυτό είναι επίσης αυταπόδεικτο για τους Μαρξιστές. Παρόλο που η οικονομία είναι σαφώς ο τελικός καταλύτης στο σχηματισμό της διαμόρφωσης μιας κοινωνίας, η πολιτική πάλη μπορεί να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας είτε στο άνοιγμα είτε στο κλείσιμο μιας οδού οικονομικής ανάπτυξης σε μια κρίσιμη στιγμή. Ο Λαπαβίτσας θα είχε πράξει σωστά αν ανέτρεχε σε μια παρατήρηση του Τρότσκι, ο οποίος γράφοντας πάνω στην επίδραση της Σταλινικής γραφειοκρατίας, επεσήμανε τον κρίσιμο ρόλο των πολιτικών δυνάμεων:
«Οι διαδικασίες της οικονομικής οικοδόμησης ακόμα δεν λαμβάνουν χώρα σε μια αταξική κοινωνία. Τα ερωτήματα που συνδέονται με την κατανομή των εθνικών εσόδων συνθέτουν την κεντρική εστίαση του σχεδίου… Όλα αυτά τα ερωτήματα από την ίδια τους την φύση δεν επιτρέπουν προκαθορισμένες αποφάσεις από τη γραφειοκρατία, η οποία διαχώρισε τον εαυτό της από την παρέμβαση εκατομμυρίων ανησυχούντων.
Η πάλη ανάμεσα σε ζωντανά συμφέροντα, όπως ο θεμελιώδης παράγοντας του σχεδιασμού, μας οδηγεί στον τομέα της πολιτικής, η οποία είναι συμπυκνωμένη οικονομία.» [4]

Ο Λαπαβίτσας ξεχνά αυτό το κομμάτι της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ πολιτικής και οικονομίας επειδή αποφάσισε να οριοθετήσει τις επιλογές μεταξύ της συνέχισης του Ευρώ και της λιτότητας, ή του Σχεδίου Β, της μετάβασης στη δραχμή και σε μια ανέλπιδη μορφή ενός Ελληνικού καπιταλισμού. Αποσύρει από το τραπέζι οποιαδήποτε σκέψη μιας πραγματικής εναλλακτικής στο Ευρώ, το Σχέδιο Γ, την μετάβαση στον σοσιαλισμό.







[3] Essays, Journalism and Letters: Volume 3, As I Please, 1943-1945. Letter from London. Page 396.


No comments: